ἐπιμήκης: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΝ [[ἐπιμήκης]], -ες) [[μήκος]]<br />αυτός του οποίου το [[μήκος]] [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[πλάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτεταμένος]], [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (για [[ανάστημα]]) [[ψηλός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) <i>ἐπιμηκέστερον</i><br />για περισσότερο χρόνο.
|mltxt=-ες (ΑΝ [[ἐπιμήκης]], -ες) [[μήκος]]<br />αυτός του οποίου το [[μήκος]] [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[πλάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτεταμένος]], [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (για [[ανάστημα]]) [[ψηλός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) <i>ἐπιμηκέστερον</i><br />για περισσότερο χρόνο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[επιμήκης]], [[μακρουλός]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμήκης Medium diacritics: ἐπιμήκης Low diacritics: επιμήκης Capitals: ΕΠΙΜΗΚΗΣ
Transliteration A: epimḗkēs Transliteration B: epimēkēs Transliteration C: epimikis Beta Code: e)pimh/khs

English (LSJ)

ες,

   A longish, oblong, Democr.164, Plb.1.22.6, Placit.4.19.3.    2. long, μάχαιραι, ταινία, App.Syr.32, Pun.95, cf. Arist.Mu. 393b5, Bito 52.3, v.l. in Hdt.7.36: Comp. -έστερος Dsc.1.7, Luc. DDeor.10.1; far-stretching, extensive, τόπος LXXBa.3.24; ἐ. ἐξ . . ἐπὶ . . extending from . . to... App.Ill.22; also of Time, Vett.Val.344.5: Sup. -έστατος Hdn.8.1.5; irreg. ἐπιμήκιστος dub. in Ph.1.291.

German (Pape)

[Seite 962] ες, länglich, lang; Democr. Sext. Emp. adv. log. 1, 118; ἐπιμηκεστέραν γίγνεσθαι τὴν νύκτα Luc. D. D. 10, 1; Hdn. 7, 6, 3 u. öfter; Philo u. Alciphr. 1, 22 haben den unregelmäßig gebildeten superlat. ἐπιμήκιστα. Dagegen ἐπιμηκέστατος Hdn. 8, 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμήκης: -ες, ὡς καὶ νῦν, «μακρουλὸς» Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 117, Πλούτ. 2. 902D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 1· ὑπερθ. ἐπιμηκέστατος Ἡρῳδιαν. 8. 1· ἀνώμαλ. ἐπιμήκιστος Φίλων 1. 291.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
un peu long, oblong, allongé.
Étymologie: ἐπί, μῆκος.

Greek Monolingual

-ες (ΑΝ ἐπιμήκης, -ες) μήκος
αυτός του οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος
αρχ.
1. εκτεταμένος, μεγάλος
2. (για ανάστημα) ψηλός
3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον
για περισσότερο χρόνο.

Greek Monotonic

ἐπιμήκης: -ες (μῆκος), επιμήκης, μακρουλός, σε Λουκ.