Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐσύνοπτος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐσύνοπτος]], -ον)<br />αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται [[καθαρά]] και το [[σύνολο]] και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν [[μέγεθος]], τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>) || (νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[συνοπτικός]], συντομευμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευσύνοπτο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[συντόμευση]], η [[περιεκτικότητα]] σε μικρή [[έκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εύκολα συλλαμβάνεται από τη [[διάνοια]] στο σύνολό του, [[εύληπτος]], [[σαφής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποκαλύπτεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσύνοπτα</i> και <i>ευσυνόπτως</i> (ΑΜ εὐσυνόπτως)<br /><b>1.</b> με τρόπο ευσύνοπτο, συνοπτικά<br /><b>2.</b> με τρόπο ευκατάληπτο, με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σύν</i>-<i>οπτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐσύνοπτος]], -ον)<br />αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται [[καθαρά]] και το [[σύνολο]] και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν [[μέγεθος]], τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>) || (νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[συνοπτικός]], συντομευμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευσύνοπτο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[συντόμευση]], η [[περιεκτικότητα]] σε μικρή [[έκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εύκολα συλλαμβάνεται από τη [[διάνοια]] στο σύνολό του, [[εύληπτος]], [[σαφής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποκαλύπτεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσύνοπτα</i> και <i>ευσυνόπτως</i> (ΑΜ εὐσυνόπτως)<br /><b>1.</b> με τρόπο ευσύνοπτο, συνοπτικά<br /><b>2.</b> με τρόπο ευκατάληπτο, με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σύν</i>-<i>οπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐσύνοπτος:''' -ον ([[συνόψομαι]]), αυτός που συλλαμβάνεται [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]], αυτός που διαπιστώνεται [[μεμιάς]], σε Αισχίν. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύνοπτος Medium diacritics: εὐσύνοπτος Low diacritics: ευσύνοπτος Capitals: ΕΥΣΥΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: eusýnoptos Transliteration B: eusynoptos Transliteration C: efsynoptos Beta Code: eu)su/noptos

English (LSJ)

ον,

   A easily taken in at a glance, seen at once, Isoc.15.172, Aeschin.3.118, Thphr.HP1.9.5; μέγεθος Arist.Po.1451a4; πλῆθος, χώρα, Id.Pol.1327a1; τάφοι ἀλλήλοις εὐ. within easy sight of each other, ib.1274a37; δύναμις εὐ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Plb.5.24.6.    II metaph., easily taken in by the mind, of a poem, Arist.Po.1459a33; λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν . . μέγεθος εὐ. Id.Rh.1409b1; of the facts of a case, ib.1414a12, cf. Pol.1323b7; of a falsity or error, easily seen or detected, Id.Sens.441a10. Adv. -τως Id.Mir.838b10.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύνοπτος: -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· μέγεθος εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· πλῆθος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον ἀλλήλων, εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ ἀλλήλων, αὐτόθι 2. 12, 9· δύναμις εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· λέγω δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν μέγεθος εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, αὐτόθι 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à embrasser d’un coup d’œil.
Étymologie: εὖ, συνόψομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, -ον)
αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.)

Greek Monotonic

εὐσύνοπτος: -ον (συνόψομαι), αυτός που συλλαμβάνεται αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, αυτός που διαπιστώνεται μεμιάς, σε Αισχίν. κ.λπ.