ἀρτιγέννητος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀρτιγέννητος]], -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτι]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγέννητος]], [[νεογέννητος]])].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀρτιγέννητος]], -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτι]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγέννητος]], [[νεογέννητος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιγέννητος:''' -ον, αυτό που [[μόλις]] γεννήθηκε, [[νεογέννητος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιγέννητος Medium diacritics: ἀρτιγέννητος Low diacritics: αρτιγέννητος Capitals: ΑΡΤΙΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: artigénnētos Transliteration B: artigennētos Transliteration C: artigennitos Beta Code: a)rtige/nnhtos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A βρέφη 1 Ep.Pet.2.2, cf. Luc.Alex.13, Longus 1.9,al.

German (Pape)

[Seite 361] dasselbe, Luc. Alex. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιγέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λουκ. Ἀλεξ. 12, Λόγγος 1. 7., 2. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement engendré.
Étymologie: ἄρτι, γεννάω.

Spanish (DGE)

-ον
recién nacido βρέφη 1Ep.Petr.2.2, cf. Luc.DMar.12.1, ποίμνια Longus 1.9.1, ἑρπετόν Luc.Alex.13, cf. 14.

English (Strong)

from ἄρτι and γεννητός; just born, i.e. (figuratively) a young convert: new born.

English (Thayer)

ἀρτιγεννητον (ἄρτι and γεννάω), just born, newborn: Lucian, Alex. 13; Long. past. 1 (7) 9; 2, (3) 4.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀρτιγέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι- + -γέννητος < γεννητός < γεννώ (πρβλ. αγέννητος, νεογέννητος)].

Greek Monotonic

ἀρτιγέννητος: -ον, αυτό που μόλις γεννήθηκε, νεογέννητος, σε Λουκ.