σκίπων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκίμπων]] και [[σκήπων]], -ωνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σκήπτρο]]<br /><b>2.</b> [[βακτηρία]], [[μπαστούνι]] («[[σκίπων]], γεροντικὸν [[ὅπλον]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. του [[σκῆπτρον]] με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κύφων]], [[δόλων]]) που συνδέεται με το λατ. <i>scipio</i>, -<i>i</i><i>ō</i><i>nis</i> «[[βακτηρία]], [[μπαστούνι]]» και το ρ. [[σκίμπτομαι]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], οι τ. εντάσσονται στην [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]] με δυσερμήνευτη [[ωστόσο]] [[εναλλαγή]] στη [[ρίζα]] μακρόφωνης διφθόγγου -<i>ᾱι</i>- και φωνηεντισμού -<i>ι</i>-: <i>sk</i><i>ā</i>[[i]]- / <i>ski</i>- (<b>πρβλ.</b> και λ. [[σκιά]]). Ο παρλλ. τ. [[σκήπων]] εμφανίζει τον φωνηεντισμό τών [[σκῆπτρον]], [[σκήπτω]], ενώ ο τ. [[σκίμπων]] έχει</i> σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[σκίμπτομαι]].
|mltxt=και [[σκίμπων]] και [[σκήπων]], -ωνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σκήπτρο]]<br /><b>2.</b> [[βακτηρία]], [[μπαστούνι]] («[[σκίπων]], γεροντικὸν [[ὅπλον]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. του [[σκῆπτρον]] με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κύφων]], [[δόλων]]) που συνδέεται με το λατ. <i>scipio</i>, -<i>i</i><i>ō</i><i>nis</i> «[[βακτηρία]], [[μπαστούνι]]» και το ρ. [[σκίμπτομαι]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], οι τ. εντάσσονται στην [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]] με δυσερμήνευτη [[ωστόσο]] [[εναλλαγή]] στη [[ρίζα]] μακρόφωνης διφθόγγου -<i>ᾱι</i>- και φωνηεντισμού -<i>ι</i>-: <i>sk</i><i>ā</i>[[i]]- / <i>ski</i>- (<b>πρβλ.</b> και λ. [[σκιά]]). Ο παρλλ. τ. [[σκήπων]] εμφανίζει τον φωνηεντισμό τών [[σκῆπτρον]], [[σκήπτω]], ενώ ο τ. [[σκίμπων]] έχει</i> σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[σκίμπτομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκίπων:''' [ῑ], -ωνος, ὁ, = [[σκῆπτρον]], [[ραβδί]], [[μπαστούνι]], [[βακτηρία]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίπων Medium diacritics: σκίπων Low diacritics: σκίπων Capitals: ΣΚΙΠΩΝ
Transliteration A: skípōn Transliteration B: skipōn Transliteration C: skipon Beta Code: ski/pwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, (σκίμπτομαι)

   A = σκῆπτρον, staff, Hdt.4.172, E.Hec. 65 (anap.), Cratin.239, Ar.V.727; crutch, Hp.Art.52, IG42(1).121.111 (Epid., iv B.C.); σ., γεροντικὸν ὅπλον Call.Epigr.1.7, cf. Iamb. 1.134.—The form σκίμπων occurs as v.l. in Hdt. l.c., E. l.c., etc.; σκήπων v.l. in AP6.293 (Leon.), 294 (Phan.), 7.65 (Antip.), Call. Epigr.l.c., etc., recognized also by Hdn.Epim.127, Theognost.Can.34.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, = σκήπτων, Stab, Stock; zuerst bei Her. 4, 172; oft mit σκήπων verwechselt, Jac. A. P. p. 198; auch σκίμπων u. σκίμπτων findet sich; lat. scipio.

Greek (Liddell-Scott)

σκίπων: -ωνος, ὁ, (σκίμπτομαι) = σκῆπτρον, «βακτηρία, ῥάβδος» Ἡσύχ., Ἡρόδ. 4. 172, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Εὐρ. Ἑκ. 65, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 2, Ἀριστοφ. Σφ. 727· σκ., γεροντικὸν ὅπλον Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7. ― Ὁ τύπος σκίμπων ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἡρόδ., Εὐρ., κλπ.· σκήπων ἐν Ἀνθ. Π. 6. 293, 294., 7. 65, 89, κτλ., μνημονεύεται δὲ καὶ παρ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 127, Θεόγνωστ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 34· τὸ Λατ. κύρ. ὄνομα Scipio ἑρμηνεύεται Σκιπίων παρὰ Παυσ. 8. 30, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656b (σ. 1107), Σκιπίων ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλουτ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σελ. 358.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
bâton, houlette.
Étymologie: R. Σκιπ, s’appuyer ; cf. σκίμπτομαι.

Greek Monolingual

και σκίμπων και σκήπων, -ωνος, ὁ, Α
1. σκήπτρο
2. βακτηρία, μπαστούνισκίπων, γεροντικὸν ὅπλον», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. του σκῆπτρον με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. κύφων, δόλων) που συνδέεται με το λατ. scipio, -iōnis «βακτηρία, μπαστούνι» και το ρ. σκίμπτομαι. Κατά την επικρατέστερη άποψη, οι τ. εντάσσονται στην οικογένεια του σκήπτω με δυσερμήνευτη ωστόσο εναλλαγή στη ρίζα μακρόφωνης διφθόγγου -ᾱι- και φωνηεντισμού -ι-: skāi- / ski- (πρβλ. και λ. σκιά). Ο παρλλ. τ. σκήπων εμφανίζει τον φωνηεντισμό τών σκῆπτρον, σκήπτω, ενώ ο τ. σκίμπων έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το σκίμπτομαι.

Greek Monotonic

σκίπων: [ῑ], -ωνος, ὁ, = σκῆπτρον, ραβδί, μπαστούνι, βακτηρία, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.