ἀρνακίς: Difference between revisions
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρνακίς]] (-[[ίδος]]), η (Α)<br />η [[προβιά]], η [[κάπα]] από [[δέρμα]] αρνιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. με συλλαβική [[ανομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρνόνακος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αρνο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αρήν</i>, <i>αρνός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[νάκη]] «[[δέρμα]], [[προβιά]]»]. | |mltxt=[[ἀρνακίς]] (-[[ίδος]]), η (Α)<br />η [[προβιά]], η [[κάπα]] από [[δέρμα]] αρνιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. με συλλαβική [[ανομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρνόνακος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αρνο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αρήν</i>, <i>αρνός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[νάκη]] «[[δέρμα]], [[προβιά]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρνᾰκίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ἀρνός]]), [[δέρμα]] προβάτου, [[προβιά]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A sheepskin coat, Ar.Nu.730, Pl.Smp.220b, Aristonym.6, Theoc.5.50. (Formed as if from ἄρναξ, Dim. of ἀρνός.)
German (Pape)
[Seite 356] ίδος, ἡ, Schaffell, -pelz, Ar. Nub. 720; Plat. Conv. 220 b; plur., Theocr. 5, 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρνᾰκίς: -ίδος, ἡ, προβάτου δορά, «προβειά», «ἀρνακίδες· ἀρνῶν κώδια» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 730, Πλάτ. Συμπ. 220Β, Ἀριστώνυμ. ἐν «Ἡλίῳ ῥηγοῦντι» 4· (ἐσχηματισμένον ὡς ἐξ ὑποκοριστ. τοῦ ἀρνός,. *ἄρναξ).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
peau d’agneau.
Étymologie: ἀρήν.
Spanish (DGE)
(ἀρνᾰκίς) -ίδος, ἡ
piel de cordero en juego de palabras c. ἐξαρνεῖσθαι (sc. ‘deudas’): τίς ἂν δῆτ' ἐπιβάλοι ἐξ ἀρνακίδων γνώμην ἀποστερητρίδα; ¿quién podría echarme un capote con sentido anulatorio? Ar.Nu.730
•usada como calzado, Pl.Smp.220b, Theoc.5.50, Them.Or.4.50b
•como remedio ἀρνακίδας ... θερμὰς πρὸς τὴν γαστέρα Hp.Superf.34
•en uso genérico, Aristonym.6, PCair.Zen.633.7 (III a.C.), PLugd.Bat.20.35.31 (III a.C.), POxy.741.6 (II d.C.), Hsch.
Greek Monolingual
ἀρνακίς (-ίδος), η (Α)
η προβιά, η κάπα από δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. με συλλαβική ανομοίωση < αρνόνακος < αρνο- (< αρήν, αρνός) + νάκη «δέρμα, προβιά»].
Greek Monotonic
ἀρνᾰκίς: -ίδος, ἡ (ἀρνός), δέρμα προβάτου, προβιά, σε Αριστοφ., Πλάτ.