γενετή: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
(8)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γενετή]])<br />(<b>επίρρ. φρ.</b>) «έκ γενετής» — από τη [[στιγμή]] της γέννησης κάποιου, από γεννησιμιού του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[στιγμή]] της γέννησης κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γενε</i>-<i>τή</i><br />από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>γενε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>γεν∂</i>-) της ρ. <i>γεν</i>- του [[γίγνομαι]]].
|mltxt=η (AM [[γενετή]])<br />(<b>επίρρ. φρ.</b>) «έκ γενετής» — από τη [[στιγμή]] της γέννησης κάποιου, από γεννησιμιού του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[στιγμή]] της γέννησης κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γενε</i>-<i>τή</i><br />από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>γενε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>γεν∂</i>-) της ρ. <i>γεν</i>- του [[γίγνομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενετή:''' ἡ = [[γενεά]] II. 3· ἐκ [[γενετῆς]], από την ώρα της γέννησης, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενετή Medium diacritics: γενετή Low diacritics: γενετή Capitals: ΓΕΝΕΤΗ
Transliteration A: genetḗ Transliteration B: genetē Transliteration C: geneti Beta Code: geneth/

English (LSJ)

ἡ,

   A = γενεά 11.3, ἐκ γενετῆς from the hour of birth, Il.24.535, Od.18.6; εὐθὺς ἐκ γ. Arist.EN1144b6; opp. δι' ἔθος, ib.1154a33; later ἀπὸ γενετῆς Iamb.VP30.171.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ, Geburt; Hom. zweimal, ἐκ γενετῆς Versanfang, Odyss. 18, 6 Iliad. 24, 535, var. lect. ἐκ γενεῆς, Scholl. Didym. Odyss. 18, 6 ἐκ γενετῆς: ἐκ γε νεῆς, διχῶς, d. h. Aristarch las hier in der einen seiner beiden Ausgaben ἐκ γενετῆς, in der anderen ἐκ γενεῆς; – bei Her. steht jetzt 8, 23 ἐκ γενεῆς; Arist. Eth. 6, 13 u. öfter; Pol. 3, 20, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γενετή: ἡ, = γενεή, ἐκ γενετῆς, ἐκ τῆς ὥρας τῆς γεννήσεως, ἀφ΄ ὅτου ἐγεννήθη τις, Ἰλ. Ω. 535, Ὀδ. Σ. 7· εὐθὺς ἐκ γ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 1· ἀντίθ. πρὸς τὸ δι’ ἔθος, αὐτόθι 7. 14, 4· μεταγεν. ἀπὸ γενετῆς Ἰάμβλ.II. Β. 171.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
seul. dans la locut. ἐκ γενετῆςIL, OD dès la naissance.
Étymologie: γίγνομαι.

English (Autenrieth)

ῆς: birth; ἐκ γενετῆς, ‘from the hour of birth,’ Od. 18.6.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
nacimiento ἐκ γενετῆς desde el nacimiento, desde la cuna, Il.24.535, Od.18.6, Hp.Epid.2.3.18, Nat.Puer.20, Arist.EN 1144b6, Plb.3.20.4, LXX Le.25.47, I.AI 8.157, Paus.4.12.10, S.E.M.11.238, Vett.Val.280.6, Philostr.Ep.12, op. δι' ἔθος Arist.EN 1154a33, ἀπὸ γενετῆς Iambl.VP 171.

English (Strong)

feminine of a presumed derivative of the base of γενεά; birth: birth.

English (Thayer)

γενετῆς, ἡ (ΓΑΝΩ, γίνομαι) (cf. German die Gewordenheit), birth; hence, very often ἐκ γενετῆς from birth on (Homer, Iliad 24,535; Aristotle, eth. Nic. 6,13, 1, p. 1144b, 6 etc.; Polybius 3,20, 4; Diodorus 5,32, others; the Sept. John 9:1.

Greek Monolingual

η (AM γενετή)
(επίρρ. φρ.) «έκ γενετής» — από τη στιγμή της γέννησης κάποιου, από γεννησιμιού του
αρχ.-μσν.
η στιγμή της γέννησης κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τή
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρ. γεν- του γίγνομαι].

Greek Monotonic

γενετή: ἡ = γενεά II. 3· ἐκ γενετῆς, από την ώρα της γέννησης, σε Όμηρ.