συνδιατρίβω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ζω [[μαζί]] με κάποιον [[συνεχώς]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με άψυχα) [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διατρίβω]] «[[παραμένω]], [[κατοικώ]], [[περνώ]] την ώρα μου»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ζω [[μαζί]] με κάποιον [[συνεχώς]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με άψυχα) [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διατρίβω]] «[[παραμένω]], [[κατοικώ]], [[περνώ]] την ώρα μου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδιατρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> περνώ ή [[δαπανώ]] χρόνο από κοινού ή μαζί με κάποιον, [[συνοικώ]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. (ενν. <i>βίον</i>), ζω [[σταθερά]] μαζί με, [[συζώ]], [[συμβιώνω]]· <i>οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες</i>, οι μαθητές του, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], με δοτ., σε Ισοκρ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιατρίβω Medium diacritics: συνδιατρίβω Low diacritics: συνδιατρίβω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΤΡΙΒΩ
Transliteration A: syndiatríbō Transliteration B: syndiatribō Transliteration C: syndiatrivo Beta Code: sundiatri/bw

English (LSJ)

[ῑ],

   A pass or spend time with or together, σὺν . . Κίμωνι αἰῶνα πάντα σ. Cratin.1.5; τὸν ἄλλον σ. χρόνον (sc. τοῖς τεθνηκόσι) Antiph.53.6.    2 more freq. without acc., live constantly with, μετά τινος, Pl.Smp.172c, Isoc.2.27, cf. Vit.Philonid. p.12 C.; οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες his disciples, X.Mem.1.2.3, 4.1.1.    II of things, occupy oneself with, μύθοις Isoc.4.158, cf. 2.43, 9.76.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, διέρχομαι τὸν χρόνον μετά τινος ἢ ὁμοῦ, σύν… Κίμωνι αἰῶνα πάντα συνδιατρίψειν Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1. 5· σ. διατριβὰς ἀλλήλοις Αἰσχίλ. 21. 1· τὸν ἄλλον σ. χρόνον (ἐξυπακουομ. τοῖς τεθνηκόσι) Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 2. 2) συνηθέστερον ἀπολ. (ἐξυπακ. τοῦ βίον) ζῶ διαρκῶς μετά τινος, μάλιστα μετὰ κυρίου ἢ δεσπότου, τινὶ καὶ μετά τινος Πλάτ. Συμπ. 172C, Ἰσοκρ. 20Β· οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες, οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 3., 4. 1, 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, μύθοις Ἰσοκρ. 73Ε, πρβλ. 23C, 206D. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 127.

French (Bailly abrégé)

I. user ensemble, employer ensemble : σύν τινι αἰῶνα σ. PLUT, χρόνον PLUT passer le temps ensemble;
II. passer son temps avec, vivre avec :
1 avec un rég. de pers. μετά τινος avec qqn ; particul. suivre les leçons d’un maître : οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες XÉN les disciples de Socrate;
2 avec un rég. de chose passer sa vie occupé à qch (dans la pratique des vertus).
Étymologie: σύν, διατρίβω.

Greek Monolingual

Α
1. περνώ τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, Ξεν.)
2. ζω μαζί με κάποιον συνεχώς
3. (σχετικά με άψυχα) ασχολούμαι με κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διατρίβω «παραμένω, κατοικώ, περνώ την ώρα μου»].

Greek Monolingual

Α
1. περνώ τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» — τους μαθητές του Σωκράτους, Ξεν.)
2. ζω μαζί με κάποιον συνεχώς
3. (σχετικά με άψυχα) ασχολούμαι με κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διατρίβω «παραμένω, κατοικώ, περνώ την ώρα μου»].

Greek Monotonic

συνδιατρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω,
I. 1. περνώ ή δαπανώ χρόνο από κοινού ή μαζί με κάποιον, συνοικώ, σε Αισχίν.
2. απόλ. (ενν. βίον), ζω σταθερά μαζί με, συζώ, συμβιώνω· οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες, οι μαθητές του, σε Ξεν.
II. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ισοκρ.