κατάκορος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάκορος]], -ον (AM)<br />ο [[τελείως]] κορεσμένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[άμετρος]], [[υπερβολικός]] («ταῑς κατακόροις [[γενέσθαι]] καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατακόρως</i> (AM κατακόρως)<br />υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />με βαθύ [[χρώμα]], με σκοτεινό [[χρώμα]] («κατακόρως [[μέλας]]», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόρος]] (Ι) «[[χορτασμός]]») <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>κορος</i>, [[υπέρ]]-<i>κορος</i>].
|mltxt=[[κατάκορος]], -ον (AM)<br />ο [[τελείως]] κορεσμένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[άμετρος]], [[υπερβολικός]] («ταῑς κατακόροις [[γενέσθαι]] καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατακόρως</i> (AM κατακόρως)<br />υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />με βαθύ [[χρώμα]], με σκοτεινό [[χρώμα]] («κατακόρως [[μέλας]]», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόρος]] (Ι) «[[χορτασμός]]») <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>κορος</i>, [[υπέρ]]-<i>κορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάκορος:''' -ον = [[κατακορής]]· επίρρ. <i>-ρως</i>, υπερβολικά, υπέρμετρα, [[παρά]] Δημ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκορος Medium diacritics: κατάκορος Low diacritics: κατάκορος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: katákoros Transliteration B: katakoros Transliteration C: katakoros Beta Code: kata/koros

English (LSJ)

ον,

   A = κατακορής, Poll.5.151, Thom.Mag.p.105 R.; κ. Χρῆσις ἀφροδισίων Steph.in Gal.1.239 D.:—in Adv., of colours, deeply, κ. μέλας Gp.16.2.1.    II metaph., immoderate, κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plu.Alex.2. Adv. -ρως, to excess, ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι Arist.Rh.1408a33; τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Cic.5; κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ Plb.4.12.9, cf. Phld.Rh.1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.Protr.21.κ.

German (Pape)

[Seite 1355] gesättigt, satt, auch überdrüssig, Sp.; besser κατακορής; von der Farbe, gesättigt, dunkel, Plat. Tim. 68 c; χρῶμα κατακορές dem ἀμαυρόν entggstzt S. Emp. pyrrh. 1, 105; Ggstz des Gemischten, rein, Arist. probl. 30, 1 u. Sp.; – übertrieben, unmäßig, παῤῥησία Plat. Phaedr. 240 e; Arist. rhet. 3, 3; πολὺς μὲν ἦν ἐν τούτοις καὶ κατακορής Pol. 40, 6, 3; κατάκοροι καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plut. Alex. 2; a. Sp. – Adv. κατακόρως, zur Genüge, hinlänglich, τῇ τύχῃ χρῆσθαι Dem. 18, 182; im Uebermaß, Pol. 4, 12, 9; Plut. Cic. 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκορος: -ον, = κατακορής, Πολυδ. Ε΄, 151, Θωμᾶς Μάγιστρ. ἐν λ. διάκορος·― ἐπὶ χρωμάτων, κατακόρως πρασίζειν Διοσκ. (;)· κ. μέλας Γεωπ. 16. 2, 1. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ κατακορής, ὑπερβολικὸς καὶ ὀχληρός, τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κατακόρου ὄντος Πολύβ. 32. 12, 10· κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2.― Ἐπίρρ. -ρως, εἰς ὑπερβολήν, ἀμέτρως, τῇ τύχῃ κατ. χρώμενος παρὰ Δημ. 289. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. κατακορής.

Greek Monolingual

κατάκορος, -ον (AM)
ο τελείως κορεσμένος
αρχ.
άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.).
επίρρ...
κατακόρως (AM κατακόρως)
υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.)
μσν.
με βαθύ χρώμα, με σκοτεινό χρώμα («κατακόρως μέλας», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κορος (< κόρος (Ι) «χορτασμός») πρβλ. αμφί-κορος, υπέρ-κορος].

Greek Monotonic

κατάκορος: -ον = κατακορής· επίρρ. -ρως, υπερβολικά, υπέρμετρα, παρά Δημ.