μεσότοιχον: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(T22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μεσοτοιχου, τό ([[μέσος]], and [[τοῖχος]] the [[wall]] of a [[house]]), a [[partition]]-[[wall]]: τό [[μεσότοιχον]] [[τοῦ]] φραγμοῦ (i. e. [[τόν]] φραγμόν [[τόν]] [[μεσότοιχον]] [[ὄντα]] (A. V. the [[middle]] [[wall]] of [[partition]]; Winer's Grammar, § 59,8a.)), [[τόν]] τῆς ἡονης καί ἀρετῆς [[μεσότοιχον]], Eratosthenes quoted in Athen. 7, p. 281d.) | |txtha=μεσοτοιχου, τό ([[μέσος]], and [[τοῖχος]] the [[wall]] of a [[house]]), a [[partition]]-[[wall]]: τό [[μεσότοιχον]] [[τοῦ]] φραγμοῦ (i. e. [[τόν]] φραγμόν [[τόν]] [[μεσότοιχον]] [[ὄντα]] (A. V. the [[middle]] [[wall]] of [[partition]]; Winer's Grammar, § 59,8a.)), [[τόν]] τῆς ἡονης καί ἀρετῆς [[μεσότοιχον]], Eratosthenes quoted in Athen. 7, p. 281d.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεσότοιχον:''' τό ([[τοῖχος]]), [[μεσοτοιχία]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, = sq., Ep.Eph. 2.14, Hsch.
A s.v. κατῆλιψ.
German (Pape)
[Seite 140] τό, Zwischenwand, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μεσότοιχον: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιστ. π. Ἐφ. β΄, 14, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mur mitoyen.
Étymologie: μέσος, τοῖχος.
English (Strong)
from μέσος and τοῖχος; a partition (figuratively): middle wall.
English (Thayer)
μεσοτοιχου, τό (μέσος, and τοῖχος the wall of a house), a partition-wall: τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ (i. e. τόν φραγμόν τόν μεσότοιχον ὄντα (A. V. the middle wall of partition; Winer's Grammar, § 59,8a.)), τόν τῆς ἡονης καί ἀρετῆς μεσότοιχον, Eratosthenes quoted in Athen. 7, p. 281d.)
Greek Monotonic
μεσότοιχον: τό (τοῖχος), μεσοτοιχία, σε Καινή Διαθήκη