στρατηλάτης: Difference between revisions
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[στρατηλάτις]], -ιδος, Α<br />[[ηγέτης]] στρατού, [[στρατηγός]], [[ανώτατος]] [[διοικητής]] στρατού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διοικητής]] στρατού σε νικηφόρο πόλεμο<br /><b>2.</b> [[στρατηγός]] με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε [[μεγάλος]] [[στρατηλάτης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναύαρχος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[στρατηλάτις]]<br />[[προσωνυμία]] της Σελήνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]) <b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-<i>ηλάτης</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[στρατηλάτις]], -ιδος, Α<br />[[ηγέτης]] στρατού, [[στρατηγός]], [[ανώτατος]] [[διοικητής]] στρατού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διοικητής]] στρατού σε νικηφόρο πόλεμο<br /><b>2.</b> [[στρατηγός]] με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε [[μεγάλος]] [[στρατηλάτης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναύαρχος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[στρατηλάτις]]<br />[[προσωνυμία]] της Σελήνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]) <b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-<i>ηλάτης</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στρᾰτηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί το [[στράτευμα]], [[στρατηγός]], [[διοικητής]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, [[στρατηλάτης]] [[νεῶν]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A leader of an army, general, commander, Pratin.Lyr.1.9, S. Aj.1223, E.Ph.1241, and in late Prose, OGI648 (Palmyra, iii A.D.), PLips.48.23 (iv A.D.), etc.; = magister militum, Zos.2.33, Gloss., POxy.1983.2 (vi A.D.), etc.; Ἑλλάδος E.Or.970 (lyr.); also of an admiral, σ. νεῶν A.Eu.637.
German (Pape)
[Seite 951] ὁ, Heerführer; Aesch. Eum. 607; Soph. Ai. 1202 u. öfter, wie Eur. Auch in sp. Prosa, D. Hal. 1, 41 Plut. Num. 5.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ὁδηγῶν στρατόν, στρατηγός, διοικητὴς στρατοῦ, Πρατίν. 1, 11, Σοφ. Αἴ. 1223, Εὐρ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἑλλάδος ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 970· ὡσαύτως ἐπὶ ναυάρχου, στρ. νεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 637.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d’armée, général ; νεῶν ESCHL chef d’une flotte.
Étymologie: στρατός, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, -ιδος, Α
ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού
νεοελλ.
1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο
2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης»)
αρχ.
1. ναύαρχος
2. το θηλ. ἡ στρατηλάτις
προσωνυμία της Σελήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -ηλάτης (< ἐλαύνω) πρβλ. ποδ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί το στράτευμα, στρατηγός, διοικητής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, στρατηλάτης νεῶν, σε Αισχύλ.