τρυφηλός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(42)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τρυφηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που αγαπά την [[τρυφή]], τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την [[καλοπέραση]], τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ανέσεις και απολαύσεις («[[τρυφηλός]] [[βίος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλακός]], [[τρυφερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρυφηλώς]] / <i>τρυφηλῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>τρυφηλά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρυφηλό τρόπο («ζει [[τρυφηλώς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[απαλότητα]], με [[τρυφερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απατ</i>-<i>ηλός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[τρυφηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που αγαπά την [[τρυφή]], τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την [[καλοπέραση]], τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ανέσεις και απολαύσεις («[[τρυφηλός]] [[βίος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλακός]], [[τρυφερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρυφηλώς]] / <i>τρυφηλῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>τρυφηλά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρυφηλό τρόπο («ζει [[τρυφηλώς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[απαλότητα]], με [[τρυφερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απατ</i>-<i>ηλός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῠφηλός:''' -ή, -όν, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] του [[τρυφερός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφηλός Medium diacritics: τρυφηλός Low diacritics: τρυφηλός Capitals: ΤΡΥΦΗΛΟΣ
Transliteration A: tryphēlós Transliteration B: tryphēlos Transliteration C: tryfilos Beta Code: trufhlo/s

English (LSJ)

ή, όν, rare form of

   A τρυφερός, σάρκες AP7.48, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv. -λῶς Jul.Or.6.181d, Suid. s.v. Συβαριτικαῖς.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος τοῦ τρυφερός, Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἰωνικῶς.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυφηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις
2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος»)
αρχ.
μαλακός, τρυφερός.
επίρρ...
τρυφηλώς / τρυφηλῶς, ΝΜΑ, και τρυφηλά Ν
νεοελλ.
με τρυφηλό τρόπο («ζει τρυφηλώς»)
αρχ.
με απαλότητα, με τρυφερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατ-ηλός)].

Greek Monotonic

τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος του τρυφερός, σε Ανθ.