ἀρεσκόντως: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀρεσκόντως]]) <b>επίρρ.</b> [[αρέσκω]]<br />[[προσφυώς]], με τρόπο που ν' αρέσει. | |mltxt=(AM [[ἀρεσκόντως]]) <b>επίρρ.</b> [[αρέσκω]]<br />[[προσφυώς]], με τρόπο που ν' αρέσει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρεσκόντως:''' επίρρ. από μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[ἀρέσκω]], με τρόπο αρεστό, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις προτιμήσεις κάποιου, σε Ευρ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
(ἀρέσκω)
A agreeably, ἀ. ἔχειν E.IT463 (lyr.), 581; ῥηθῆναι Pl.R.504b, X.Oec.11.19.
German (Pape)
[Seite 348] gefällig; genug, Eur. I. T. 463; Plat. Rep. VI, 304 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρεσκόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ ἀρέσκω, κατὰ τρόπον ἀρεστόν, Εὐρ. Ι. Τ. 463, 581, Πλάτ. Πολ. 504Β.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière agréable à, τινι.
Étymologie: ἀρέσκω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. de forma agradable, agradablemente c. dat. σοι ... ἀ. ... τελεῖ E.IT 463, πᾶσι ... ἀ. ἔχει E.IT 581, ὑμῖν ἀ. ῥηθῆναι Pl.R.504b, ἀ. ... μοι ... ποιεῖν X.Oec.11.19.
Greek Monolingual
(AM ἀρεσκόντως) επίρρ. αρέσκω
προσφυώς, με τρόπο που ν' αρέσει.
Greek Monotonic
ἀρεσκόντως: επίρρ. από μτχ. Ενεργ. ενεστ. του ἀρέσκω, με τρόπο αρεστό, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις προτιμήσεις κάποιου, σε Ευρ., Πλάτ.