ἀπόπειρα: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀπόπειρα]])<br />δοκιμαστική [[ενέργεια]], [[προσπάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει [[τουλάχιστον]] [[αρχή]] εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[απόπειρα]] συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε [[διάσταση]])<br />β) «[[απόπειρα]] αυτοκτονίας».
|mltxt=η (AM [[ἀπόπειρα]])<br />δοκιμαστική [[ενέργεια]], [[προσπάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει [[τουλάχιστον]] [[αρχή]] εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[απόπειρα]] συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε [[διάσταση]])<br />β) «[[απόπειρα]] αυτοκτονίας».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόπειρα:''' ἡ, [[δοκιμή]], [[εγχείρημα]], [[τόλμημα]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπειρα Medium diacritics: ἀπόπειρα Low diacritics: απόπειρα Capitals: ΑΠΟΠΕΙΡΑ
Transliteration A: apópeira Transliteration B: apopeira Transliteration C: apopeira Beta Code: a)po/peira

English (LSJ)

ἡ,

   A trial, venture, ἀ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης make trial of their way of fighting, Hdt.8.9; ναυμαχίας ἀ. λαμβάνειν Th.7.21; δοῦναι ἀ. εὐσεβείας give proof of it, Ph.1.650.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, Versuch, Probe, τινὸς ποιεῖσθαι Her. 8, 9; ἀπόπειραν λαμβάνειν ναυμαχίας Thuc. 7, 21; Pol. 27, 4; vgl. 22, 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπειρα: δοκιμή, τόλμημα, ἀπ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης, δοκιμάζειν τίνι τρόπῳ μάχονται, Ἡρόδ. 8. 9˙ ἀπ. ναυμαχίας λαμβάνειν, δοκιμὴν ναυμαχίας ποιεῖν, Θουκ., 7. 21˙ δοῦναι ἀπ. εὐσεβείας, ἀπόδειξιν εὐσεβείας, Φίλων 1. 650.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
essai, épreuve.
Étymologie: ἀπό, πεῖρα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
tentativa, prueba ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι τῆς μάχης poner a prueba su manera de luchar Hdt.8.9, ναυμαχίας ἀπόπειραν λαμβάνειν Th.7.21, δοὺς ἀπόπειραν εὐσεβείας dando prueba de piedad Ph.1.650, ἀπόπειρα ἐγένετο fue una prueba o intentona D.17.26, κόρακα εἰς ἀπόπειραν ἔτρεφεν crió un cuervo como prueba o experimento Hierocl.Facet.255
de opiniones o intenciones sondeo, tanteo τῆς ἑκάστου προαιρέσεως Plb.27.4.2, πεμφθέντος εἰς ἀπόπειραν ἐπὶ τίνος ἐστὶ γνώμης habiendo sido enviado para sondear cuál era la opinión Plb.21.34.3.

Greek Monolingual

η (AM ἀπόπειρα)
δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια
νεοελλ.
1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως
2. φρ. α) «απόπειρα συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση)
β) «απόπειρα αυτοκτονίας».

Greek Monotonic

ἀπόπειρα: ἡ, δοκιμή, εγχείρημα, τόλμημα, σε Ηρόδ., Θουκ.