ἀπρόοπτος: Difference between revisions

From LSJ

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστίwithout health life is no-life, without health life is unlivable

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόοπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, [[απροσδόκητος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἀπροόπτου» — [[ξαφνικά]], απροσδόκητα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀπροόπτως</i><br />[[ξαφνικά]], απροσδόκητα<br /><b>μσν.</b><br />(επίρρ., -ως) [[χωρίς]] [[πρόβλεψη]], ασύνετα<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη [[προορατικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πρόοπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i> - <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] (II) («[[ορατός]], [[φανερός]]») <span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i>, πρκμ. β' του <i>ορώ</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόοπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, [[απροσδόκητος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἀπροόπτου» — [[ξαφνικά]], απροσδόκητα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀπροόπτως</i><br />[[ξαφνικά]], απροσδόκητα<br /><b>μσν.</b><br />(επίρρ., -ως) [[χωρίς]] [[πρόβλεψη]], ασύνετα<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη [[προορατικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πρόοπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i> - <span style="color: red;">+</span> [[οπτός]] (II) («[[ορατός]], [[φανερός]]») <span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i>, πρκμ. β' του <i>ορώ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόοπτος:''' -ον ([[προόψομαι]], μέλ. του [[προοράω]]), [[απρόβλεπτος]], αυτός τον οποίον δεν μπορεί [[κάποιος]] να προβλέψει, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόοπτος Medium diacritics: ἀπρόοπτος Low diacritics: απρόοπτος Capitals: ΑΠΡΟΟΠΤΟΣ
Transliteration A: apróoptos Transliteration B: aprooptos Transliteration C: aprooptos Beta Code: a)pro/optos

English (LSJ)

ον,

   A unforeseen, A.Pr.1074 (lyr.); ἐξ-όπτου Aesop.330. Adv. -τως PAmh.2.154.7 (vi A. D.).    II Act., not foreseeing, unwary, Poll.1.179; ἀ. τοῦ μέλλοντος Id.3.117. Adv. -τως Sor.1.71, Ael.NA1.8.

German (Pape)

[Seite 339] unvorhergesehen, Aesch. Prom. 1076; ἐξ ἀπροόπτου Aesop. 110; adv., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόοπτος: -ον, ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προΐδῃ. - Ἐπίρρ. -τως Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 1038F. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προβλέπων, ὁ μὴ περιμένων τι, Πολυδ. Α΄, 179· ἀπρόοπτος τοῦ μέλλοντος ὁ αὐτ. Γ΄, 117.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
imprévu.
Étymologie: ἀ, προόψομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. adv. ἀπρούπτως Critias Fr.Trag.4a.13
I 1de cosas y abstr. imprevisto Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν A.Pr.1074, οὐ γὰρ ἐστιν οὐδὲν τῶν τηλικούτων ἀπρόοπτον D.C.67.16.1, cf. Hsch.
2 de pers. imprevisor (στρατηγός) Poll.1.179, ἀ. τοῦ μέλλοντος Poll.3.117.
II adv. -ως
1 de improviso, inesperadamente ἀ. τοῦ ἐμβρύου κατενεχθέντος Sor.144.15, ἀ. ὑποσπείρει παγίδας ἡμῖν Basil.M.31.541A, ἀ. προσενεχθεὶς Gr.Nyss.Eun.3.5.26, ἀ. ἐμβαλεῖν Socr.Sch.HE 7.18.10, ἐπειδὴ ἀ. πρᾶγμα οὐ θέλω ἀναγαγεῖν αὐτοῖς PAmh.154.7 (VI/VII d.C.).
2 inconscientemente e.e. sin prever las consecuencias ἀπροόπτως ἐπικυλισθεῖσα habiéndose echado encima (de un niño) inconscientemente Sor.80.29, τῶν συγκυνηγετούντων ἀπροόπτως παραφερόμενος dejando atrás sin darse cuenta a sus compañeros cazadores Ael.NA 1.8, cf. Critias l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόοπτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος
2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» — ξαφνικά, απροσδόκητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀπροόπτως
ξαφνικά, απροσδόκητα
μσν.
(επίρρ., -ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα
αρχ.
ο μη προορατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πρόοπτος < προ - + οπτός (II) («ορατός, φανερός») < όπωπα, πρκμ. β' του ορώ].

Greek Monotonic

ἀπρόοπτος: -ον (προόψομαι, μέλ. του προοράω), απρόβλεπτος, αυτός τον οποίον δεν μπορεί κάποιος να προβλέψει, σε Αισχύλ.