ἅρπη: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅρπη]], η (Α)<br /><b>1.</b> όνομα πτηνού<br /><b>2.</b> [[δρεπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική [[αναλογία]] με το αρχ. σλαβ. <i>srŭpŭ</i> και το λεττ. <i>sirpis</i> «[[δρεπάνι]]», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. <i>sarpio</i> και <i>sarpo</i>, <i>sarpere</i> «[[κλαδεύω]]» και το αρχ. άνω γερμ. <i>sarf</i> «[[κοφτερός]], [[τραχύς]]». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως, ενώ [[είναι]] δυνατόν να έχει [[κοινή]] [[καταγωγή]] με την οικογ. του [[αρπάζω]]. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη [[σημασία]] της ως «[[δρεπάνι]]», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. [[δρέπανον]]. | |mltxt=[[ἅρπη]], η (Α)<br /><b>1.</b> όνομα πτηνού<br /><b>2.</b> [[δρεπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική [[αναλογία]] με το αρχ. σλαβ. <i>srŭpŭ</i> και το λεττ. <i>sirpis</i> «[[δρεπάνι]]», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. <i>sarpio</i> και <i>sarpo</i>, <i>sarpere</i> «[[κλαδεύω]]» και το αρχ. άνω γερμ. <i>sarf</i> «[[κοφτερός]], [[τραχύς]]». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως, ενώ [[είναι]] δυνατόν να έχει [[κοινή]] [[καταγωγή]] με την οικογ. του [[αρπάζω]]. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη [[σημασία]] της ως «[[δρεπάνι]]», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. [[δρέπανον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἅρπη:''' ἡ (βλ. [[ἁρπάζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αρπακτικό [[πτηνό]], [[ικτίνος]], είδος γερακιού, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[δρεπάνι]], = [[δρέπανον]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, unknown
A bird of prey, prob. shearwater, [Ἀθήνη] ἅρπῃ ἐϊκυῖα τανυπτέρυγι λιγυφώνῳ Il.19.350; a sea-bird acc. to Arist.HA 609a24, cf. Ael.NA2.47, Dionys.Av.1.4 (describing the Lämmergeier). II sickle, = δρέπανον, Hes.Op.573, S.Fr.424; καλαμητόμος A.R.4.987: hence, the scimitar of Perseus, Pherecyd.11J., cf. E.Ion 192 (lyr., pl.). 2 elephant-goad, Ael.NA13.22. 3 metaph. of a hippopotamus' tooth, Nic.Th.567. 4 bill-hook, J.AJ14.15.5. 5 kind of fish, Marc.Sid.22. (Cf. Lat. sarpio, sarpo, etc.)
German (Pape)
[Seite 359] ἡ, 1) ein schnellfliegender Raubvogel mit gellender Stimme, vielleicht eine Falkenart, Il. 19. 350. Bei Ael. H. A. 2, 47 Lämmergeier. – 2) ein Seefisch, Eust. – 3) gew. Sichel, Hes. Th. 179; Soph. frg. 374; Eur. Ion. 192; Apolld. 2, 4, 2. – 4) ein Stachel mit Widerhaken zum Lenken des Elephanten, Ael. H. A. 13, 22. – Für Zahn braucht es Nic. Th. 567.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 faucon ou orfraie, oiseau;
2 faux;
3 crochet pour conduire les éléphants.
Étymologie: R. Ἁρπ, p. Ϝραπ, ravir ; cf. lat. rapio.
English (Autenrieth)
a bird of prey, perhaps falcon, Il. 19.350†.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
I zool.
1 orn. un ave de presa no identificada ἅρπῃ ἐϊκυῖα τανυπτέρυγι λιγυφώνῳ Il.19.350, cf. Nic.Fr.73, Ael.NA 1.35, 12.4, ave marina según Arist.HA 609a24, cf. Ael.NA 2.47, D.P.Au.1.4, An.Par.1.23.
2 ict. cierto pez Marc.Sid.22.
II 1hoz ἅρπας τε χαρασσέμεναι Hes.Op.573, καλαμητόμος A.R.4.987, σταχυητόμος Nonn.D.47.120, ἀγκυλόδους Q.S.6.218, cf. S.Fr.424
•de la hoz de Crono ἅρπην καρχαρόδοντα Hes.Th.175, 179, cf. Apollod.1.3.
2 cimitarra la de Perseo ἀποτέμνει τῇ ἅρπῇ τὴν κεφαλήν Pherecyd.11 (ap. crít.), cf. E.Io 192, Luc.Alex.11, DMar.14.2, Nonn.D.7.226, I.AI 14.424.
3 arpón para la pesca, Opp.H.5.152.
4 en plu. ἅρπαι, αἱ garras de un ave φάσσα πρὸς τόργου λέχος γαμφαῖσιν ἅρπαις ... ἑλκυσθήσομαι Lyc.358.
5 aguijada, focino para conducir elefantes, Ael.NA 13.22.
6 fig. diente de hipopótamo, Nic.Th.567.
III ἅρπη· ἄνεμον Hsch.
• Etimología: Rel. c. aesl. srŭpŭ, lat. sirpis ‘hoz’. Prob. está en la base de ἁρπάζω, ἅρπαξ, etc. q.u.
Greek Monolingual
ἅρπη, η (Α)
1. όνομα πτηνού
2. δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική αναλογία με το αρχ. σλαβ. srŭpŭ και το λεττ. sirpis «δρεπάνι», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. sarpio και sarpo, sarpere «κλαδεύω» και το αρχ. άνω γερμ. sarf «κοφτερός, τραχύς». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως δάνειο ανατολικής προελεύσεως, ενώ είναι δυνατόν να έχει κοινή καταγωγή με την οικογ. του αρπάζω. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη σημασία της ως «δρεπάνι», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. δρέπανον.
Greek Monotonic
ἅρπη: ἡ (βλ. ἁρπάζω)·
I. αρπακτικό πτηνό, ικτίνος, είδος γερακιού, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δρεπάνι, = δρέπανον, σε Ησίοδ.