αὐονή: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αὐονή]], η (Α)<br />[[ξηρασία]], [[στεγνότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ονή</i>, [[επίθημα]] με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηδονή]], [[καλλονή]].———————— <b>(II)</b><br />ἀυονή, η (Α)<br />[[κραυγή]], [[ξεφωνητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του Σιμωνίδη, που [[είτε]] αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του <i>αύω</i> (II), [[είτε]], κατ' άλλους, συνδέεται λόγω της μορφής με τα [[αύος]], [[αυαίνω]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αὐονή]], η (Α)<br />[[ξηρασία]], [[στεγνότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ονή</i>, [[επίθημα]] με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηδονή]], [[καλλονή]].———————— <b>(II)</b><br />ἀυονή, η (Α)<br />[[κραυγή]], [[ξεφωνητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του Σιμωνίδη, που [[είτε]] αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του <i>αύω</i> (II), [[είτε]], κατ' άλλους, συνδέεται λόγω της μορφής με τα [[αύος]], [[αυαίνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐονή:''' ἡ ([[αὖος]]), [[ξηρότητα]], [[ξηρασία]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐονή Medium diacritics: αὐονή Low diacritics: αυονή Capitals: ΑΥΟΝΗ
Transliteration A: auonḗ Transliteration B: auonē Transliteration C: avoni Beta Code: au)onh/

English (LSJ)

(A), ἡ, (αὖος)

   A dryness, withering, drought, Archil.125, A.Eu. 333 (lyr.), Herod.8.2.
αὐονή (B), ἡ, (αὔω B)

   A cry, Semon.7.20.

Greek (Liddell-Scott)

αὐονή: ἡ, (αὖος) ξηρότης, ξηρασία, στέγνη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 333, ἔνθα ἴδ. Ἕρμαννον.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
dor. αὐονά;
sécheresse.
Étymologie: αὖος.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): αὐονά A.Eu.333, 346
sequía κακήν σφιν Ζεὺς ἔδωκεν αὐονήν Archil.228, ὕμνος ἐξ Ἐρινύων ... αὐονὰ βροτοῖς A.ll.cc.
sed τὴν δὲ χοῖρον αὐ. δρύπτει Herod.8.2.
-ῆς, ἡ
vocerío, griterío ἀλλ' ἐμπέδως ἄπρηκτον αὐονὴν ἔχει sino que prosigue sin cesar su inútil vocerío Semon.8.20.

Greek Monolingual

(I)
αὐονή, η (Α)
ξηρασία, στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + -ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή.———————— (II)
ἀυονή, η (Α)
κραυγή, ξεφωνητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του αύω (II), είτε, κατ' άλλους, συνδέεται λόγω της μορφής με τα αύος, αυαίνω].

Greek Monotonic

αὐονή: ἡ (αὖος), ξηρότητα, ξηρασία, σε Αισχύλ.