γλυκυθυμία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γλυκυθυμία]]) [[γλυκύθυμος]]<br />η [[ροπή]] της ψυχής [[προς]] τα ευχάριστα και τα ηδονικά<br /><b>αρχ.</b><br />η ήρεμη ψυχική [[διάθεση]], η [[προσήνεια]].
|mltxt=η (AM [[γλυκυθυμία]]) [[γλυκύθυμος]]<br />η [[ροπή]] της ψυχής [[προς]] τα ευχάριστα και τα ηδονικά<br /><b>αρχ.</b><br />η ήρεμη ψυχική [[διάθεση]], η [[προσήνεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλῠκῠθῡμία:''' ἡ, [[γλυκύτητα]] πνεύματος· [[καλοσύνη]], [[φιλανθρωπία]], αγαθή [[διάθεση]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκυθῡμία Medium diacritics: γλυκυθυμία Low diacritics: γλυκυθυμία Capitals: ΓΛΥΚΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: glykythymía Transliteration B: glykythymia Transliteration C: glykythymia Beta Code: glukuqumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A sweetness of mind, γ. πρὸς τὰς ἡδονάς readiness to indulge... opp. τὸ καρτερεῖν, Pl.Lg.635c, cf. Plu.2.476d.    II kindly disposition, Id.Them.10, Id.2.970b; πρός τινα Sammelb.4630.8 (ii A. D.).    III pleasantness, Iamb.Myst.5.11.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτης πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, ἑτοιμότηςπροθυμία τοῦ νὰ παραδοθῇ τις … , ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ διάθεσις, ἀγαθότης ψυχῆς, εὐμένεια, Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
douceur de caractère, bienveillance.
Étymologie: γλυκύθυμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 complacencia πρὸς τὰς ἡδονάς op. καρτερεῖν Pl.Lg.635c, πρὸς τὸ ἥδιστον ... ἀναχωροῦσα Plu.2.476d
voluptuosidad op. ἄλγυνσις Olymp.in Grg.46.9, 47.7, 50.2
placer producido por sensaciones acústicas y ópticas, Aristid.Quint.59.11.
2 suavidad de carácter Plu.Them.10, 2.970b
afecto, cariño πρὸς τὸν ἀδελφόν PBremen.p.130.8 (II d.C.).
3 agradable dulzura ὕλης Iambl.Myst.5.11.

Greek Monolingual

η (AM γλυκυθυμία) γλυκύθυμος
η ροπή της ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά
αρχ.
η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια.

Greek Monotonic

γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτητα πνεύματος· καλοσύνη, φιλανθρωπία, αγαθή διάθεση, σε Πλούτ.