δουρικμής: Difference between revisions

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δουρικμής]] (-ῆτος), ο, η (Α)<br />«δουρικμῆτι λαῷ» — [[μαζί]] με το [[πλήθος]] που σκοτώθηκε στον πόλεμο (<b>Αισχ.</b>).
|mltxt=[[δουρικμής]] (-ῆτος), ο, η (Α)<br />«δουρικμῆτι λαῷ» — [[μαζί]] με το [[πλήθος]] που σκοτώθηκε στον πόλεμο (<b>Αισχ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δουρικμής:''' -[[κτητός]], -[[ληπτός]], -μανής, Ιων. αντί <i>δορι-</i>.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουρικμής Medium diacritics: δουρικμής Low diacritics: δουρικμής Capitals: ΔΟΥΡΙΚΜΗΣ
Transliteration A: dourikmḗs Transliteration B: dourikmēs Transliteration C: dourikmis Beta Code: dourikmh/s

English (LSJ)

δουρί-κτητος, δουρί-ληπτος, δουρι-μανής, δουρί-μαχος, Ion. for δορι-.

Greek (Liddell-Scott)

δουρικμής: -κτητος, -ληπτος, -μανής, μαχος, Ἰων ἀντὶ δορι-.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
ion. ou poét. c. δορικανής.
Étymologie: δόρυ, κάμνω.

Spanish (DGE)

(δουρῐκμής) -ῆτος rendido por la lanza λαός A.Ch.365.

Greek Monolingual

δουρικμής (-ῆτος), ο, η (Α)
«δουρικμῆτι λαῷ» — μαζί με το πλήθος που σκοτώθηκε στον πόλεμο (Αισχ.).

Greek Monotonic

δουρικμής: -κτητός, -ληπτός, -μανής, Ιων. αντί δορι-.