δυσπρόσβατος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπρόσβατος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύσκολη [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]].
|mltxt=[[δυσπρόσβατος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύσκολη [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσβᾰτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, [[δύσκολος]] στην [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]], [[δύσβατος]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσβᾰτος Medium diacritics: δυσπρόσβατος Low diacritics: δυσπρόσβατος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΒΑΤΟΣ
Transliteration A: dysprósbatos Transliteration B: dysprosbatos Transliteration C: dysprosvatos Beta Code: duspro/sbatos

English (LSJ)

ον,

   A hard to approach, Th.4.129, D.C.56.12.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zugänglich, λόφος Thuc. 4, 129 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσβᾰτος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσβατος, Θουκ. 4. 129.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’accès difficile.
Étymologie: δυσ-, προσβαίνω.

Spanish (DGE)

(δυσπρόσβᾰτος) -ον
de difícil acceso λόφος Th.4.129, χωρίον Poll.1.171, πέτρα D.C.56.12.4, ὄρος D.C.Epit.8.6.1.

Greek Monolingual

δυσπρόσβατος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύσκολη πρόσβαση, δυσπρόσιτος.

Greek Monotonic

δυσπρόσβᾰτος: -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, δύσκολος στην πρόσβαση, δυσπρόσιτος, δύσβατος, σε Θουκ.