ἐκτελής: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκτελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], τελειωμένος («τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ [[γενέσθαι]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> α) (για [[σιτηρά]]) ώριμος<br />(«εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν [[ἀκτήν]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) «ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν» — που [[είναι]] [[πλέον]] ώριμος [[νέος]], Ευριπ.). | |mltxt=[[ἐκτελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], τελειωμένος («τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ [[γενέσθαι]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> α) (για [[σιτηρά]]) ώριμος<br />(«εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν [[ἀκτήν]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) «ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν» — που [[είναι]] [[πλέον]] ώριμος [[νέος]], Ευριπ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκτελής:''' -ές ([[τέλος]]), αυτός που έχει ολοκληρωθεί, ο [[τέλειος]], σε Αισχύλ.· λέγεται για [[σιτάρι]], ώριμος, [[μεστός]], σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (τέλος)
A brought to an end, perfect, ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι A.Pers.218; of corn, ripe, Hes.Op.466; also of persons, ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν E.Ion780, cf. A.Ag.105 (lyr., s. v.l.). Adv. -λῶς in full, completely, BGU1116.9 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 780] ές, vollendet; ἀγαθά, ἄνδρες, Aesch. Pers. 214 Ag. 105; νεανίας, vollständig ausgewachsen, Eur. Ion 780; reif, Δημήτερος ἀκτή Hes. O. 464.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτελής: -ές, (τέλος) ἐντελής, τέλειος, ἀγαθὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 218· ἐπὶ σιτηρῶν, ὥριμος, ἀκτὴ Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 464· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ἤδη πεφυκότ’ ἐκτελῆ νεανίαν Εὐρ. Ἴων 780· πρβλ. τὴν λέξιν ἐντελὴς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
achevé, accompli, parfait.
Étymologie: ἐκ, τέλος.
Spanish (DGE)
-ές
I perfecto, completo, llegado a su desarrollode la espiga εὔχεσθαι ... ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερόν ἀκτήν Hes.Op.466
•de pers. cumplido, hecho y derecho ἄνδρες A.A.105, πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν E.Io 780
•de abstr. cumplido αἰτοῦ (a los dioses) ... τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι σοί A.Pers.218.
II adv. -ῶς completamente, por completo de un pago ὃν (φόρον) διορθώσεται ... ἐ. dud. en BGU 1116.10 (I a.C.).
Greek Monolingual
ἐκτελής, -ές (Α)
1. τέλειος, τελειωμένος («τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι», Αισχ.)
2. α) (για σιτηρά) ώριμος
(«εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν», Ησίοδ.)
β) (για πρόσ.) «ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν» — που είναι πλέον ώριμος νέος, Ευριπ.).
Greek Monotonic
ἐκτελής: -ές (τέλος), αυτός που έχει ολοκληρωθεί, ο τέλειος, σε Αισχύλ.· λέγεται για σιτάρι, ώριμος, μεστός, σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ.