ἐπιζάφελος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιζάφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ὅτε κεν τιν’ [[ἐπιζάφελος]] [[χόλος]] ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια [[οργή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐπιζάφελον</i><br />με [[μεγάλη]] [[οργή]] («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζάφελος]]. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το <i>ζα</i> αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-<i>χρηής</i>)].
|mltxt=[[ἐπιζάφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ὅτε κεν τιν’ [[ἐπιζάφελος]] [[χόλος]] ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια [[οργή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐπιζάφελον</i><br />με [[μεγάλη]] [[οργή]] («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζάφελος]]. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το <i>ζα</i> αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-<i>χρηής</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιζάφελος:''' [ᾰ], -ον, [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., [[ἐπιζαφελῶς]] (όπως αν προερχόταν από το <i>ἐπιζαφελής</i>), ορμητικά, μανιωδώς, σε Όμηρ. (Το απλό <i>ζάφελος</i> δεν απαντά [[καθόλου]]· συνδέεται με το [[πρόθεμα]] <i>ζα-</i>).
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζάφελος Medium diacritics: ἐπιζάφελος Low diacritics: επιζάφελος Capitals: ΕΠΙΖΑΦΕΛΟΣ
Transliteration A: epizáphelos Transliteration B: epizaphelos Transliteration C: epizafelos Beta Code: e)piza/felos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A vehement, violent, χόλος Il.9.525. Adv. -λῶς (as if from ἐπιζαφελής, which never occurs, v. Eust.769.22) vehe mently,furiously, ἐ. χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il.9.516, Od.6.330; ἐρεείνειν h.Merc.487: also neut. as Adv., ἐπιζάφελον κοτέουσα A.R. 4.1672.

German (Pape)

[Seite 941] (ζα- od. ὀφέλλω, das simpl. findet sich nicht), heftig, χόλος, Il. 9, 525. Dazu adv. (wie von ἐπιζαφελής) ἐπιζαφελῶς, sehr heftig, χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il. 9, 516 Od. 6, 330; κοτέειν Orph. Arg. 1359, wie ἐπιζάφελον κοτέουσαι Ap. Rh. 4, 1672; auch ἐρεείνω, H. h. Merc. 487.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent.
Étymologie: ἐπί, ζα-, ὀφέλλω².

English (Autenrieth)

raging, furious; χόλος, Il. 9.525.—Adv., ἐπιζαφέλως, vehemently.

Greek Monolingual

ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζα-χρηής)].

Greek Monotonic

ἐπιζάφελος: [ᾰ], -ον, ορμητικός, σφοδρός, βίαιος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., ἐπιζαφελῶς (όπως αν προερχόταν από το ἐπιζαφελής), ορμητικά, μανιωδώς, σε Όμηρ. (Το απλό ζάφελος δεν απαντά καθόλου· συνδέεται με το πρόθεμα ζα-).