ἐπιορκία: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιορκία]]) [[επίορκος]]<br />[[ψεύτικος]] όρκος, [[καταπάτηση]] όρκου, [[αθέτηση]] ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ποιν. δίκ.) η εκούσια [[αθέτηση]] υπόσχεσης που δόθηκε για την [[εκπλήρωση]] μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε ενώπιον δικαστηρίου με όρκο ή [[χειραψία]]. | |mltxt=η (AM [[ἐπιορκία]]) [[επίορκος]]<br />[[ψεύτικος]] όρκος, [[καταπάτηση]] όρκου, [[αθέτηση]] ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ποιν. δίκ.) η εκούσια [[αθέτηση]] υπόσχεσης που δόθηκε για την [[εκπλήρωση]] μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε ενώπιον δικαστηρίου με όρκο ή [[χειραψία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιορκία:''' ἡ, [[ψευδής]] όρκος, Λατ. perjuria, σε Ξεν., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A false swearing, perjury, X.An.3.2.4, etc.; ἐ. οἴκαδ' εἰσενέγκασθαι D.19.220: pl., Pl.Grg.525a; πρὸς θεούς X.An.2.5.21.
German (Pape)
[Seite 967] ἡ, falscher Eid, Meineid, Eidbruch, Xen. An. 3, 2, 4; πρὸς θεούς 2, 5, 21; Dem. 25, 35 u. Sp.; im plur., Plat. Gorg. 524 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιορκία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ψευδὴς ὅρκος, Λάτ. perjuria, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 4· ἐν τῷ πλήθ., Πλάτ. Γοργ. 524Ε· πρὸς τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· ἐπ. προσφέρεσθαι Δημ. 409. 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
faux serment, parjure.
Étymologie: ἐπίορκος.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιορκία) επίορκος
ψεύτικος όρκος, καταπάτηση όρκου, αθέτηση ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», Ξεν.)
νεοελλ.
(ποιν. δίκ.) η εκούσια αθέτηση υπόσχεσης που δόθηκε για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε ενώπιον δικαστηρίου με όρκο ή χειραψία.
Greek Monotonic
ἐπιορκία: ἡ, ψευδής όρκος, Λατ. perjuria, σε Ξεν., Πλάτ.