χειραψία
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
English (LSJ)
ἡ, (ἅπτω A)
A violence offered, rough handling, Sammelb.6152.13 (i B.C.).
2 hand to hand fight, close combat, χειραψίαι καὶ πεζῶν καὶ ἱππέων Anon. ap. Suid.
II as a term of wrestling, clasping of one's antagonist so as to throw him (cf. ἅμμα 1.5), Plu.2.234d.
III gentle friction, massage, Cael.Aur. TP1.4; gentle treatment, in operations, Heliod. ap. Orib.50.47.1.
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, 1) Handgemenge, Gefecht, χειραψίαι καὶ πεζῶν καὶ ἱππέων Suid. – 2) in der Kunstsprache der Ringer das Umschlingen des Gegners mit den Armen, um ihn so zu Boden zu werfen, wie ἅμμα, λαβή, Plut. apophth. lac. p. 241. – 3) das Berühren u. Kratzen mit den Händen, das Reiben, bei den Medic. eine leichte Friction, manutigium.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'entrelacer les bras.
Étymologie: χείρ, ἅπτω.
Russian (Dvoretsky)
χειραψία: ἡ (в борьбе) схватывание руками Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χειραψία: ἡ, (ἅπτω) ἡ διὰ χειρῶν συμπλοκή, μάχη ἐκ τοῦ συστάδην, χειραψίαι καὶ πεζῶν καὶ ἱππέων παρὰ Σουΐδᾳ. ΙΙ. ὡς ὅρος παλαιστικός, ἐν χειραψίᾳ περικρούοντος, προστραχηλίζοντος κενοσπούδως, καὶ ἐπὶ γῆν κατασπῶντος (πρβλ. ἅρμα 5)· Πλούτ. 2. 234D. ΙΙΙ. τὸ ἅπτεσθαι διὰ τῆς χειρός, ψηλάφησις, ἐλαφρὰ τριβή, Λατ. manutigium, Cael. Aurel. Foës. Oec. Hipp.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χειραπτῶ
νεοελλ.
1. το να δίνουν δύο άνθρωποι τα χέρια, το σφίξιμο τών χεριών για χαιρετισμό ή για επιβεβαίωση υπόσχεσης
2. φρ. «ψευδής υπόσχεση χειραψίας»
(νομ.)
παράβαση συμφωνίας που έγινε με χειραψία ενώπιον του δικαστηρίου ή ανακριτικών αρχών
μσν.
ελαφρό τρίψιμο, μασάζ
αρχ.
1. συμπλοκή με τα χέρια, μάχη εκ του συστάδην
2. (στην πάλη) λαβή σε αντίπαλο με σκοπό το ρίξιμό του καταγής
3. (σε χειρουργικές επεμβάσεις) προσεκτική, ανάλαφρη κίνηση.