ἐράσμιος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐράσμιος]], -α, -ον) [[έραμαι]]<br />αυτός που σέ κάνει να τον ερωτεύεσαι, [[θελκτικός]], [[αξιαγάπητος]] («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐράσμιον</i><br />με αξιαγάπητο τρόπο. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐράσμιος]], -α, -ον) [[έραμαι]]<br />αυτός που σέ κάνει να τον ερωτεύεσαι, [[θελκτικός]], [[αξιαγάπητος]] («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐράσμιον</i><br />με αξιαγάπητο τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐράσμιος:''' -ον, [[ευχάριστος]], σε Ξεν.· [[αγαπητός]], [[επιθυμητός]], [[ποθητός]], σε Αισχύλ., Ξεν.· ουδ. ως επίρρ., σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, also η, ον Anacr.20:—
A lovely, pleasant, Semon.7.52 ; τὴν ψυχὴν ἐ. X.Smp.8.36 : Comp., Them.Or.17.216a: Sup. -ώτατον, ψυχῆς ἦθος X.Mem.3.10.3 ; τὸ ἐ. Plot.1.3.2 ; beloved, desired, πόλει A. Ag.605 ; ταῖς ἀγέλαισιν Mosch.3.20 ; ἐ. ἄγειν τινά treat affectionately, J.AJ19.6.1 : neut.as Adv., ἐράσμιον ἀνθήσασα AP7.219 (Pomp.Jun.).
German (Pape)
[Seite 1017] ον, auch dreier Endungen, ἐρασμίη πέλεια Anacr. 14, 1; lieblich, anmuthig, angenehm, von Personen und Sachen, ἥκειν ἐράσμιον πόλει, ersehnt, Aesch. Ag. 591; τὸ ἐρασμιώτατον τῆς ψυχῆς ἦθος Xen. Mem. 3, 10, 3; Sp., wie Plut. Pomp. 2 Luc. D. D. 30, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐράσμιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἀνακρ. 18· ἐπέραστος, εὐχάριστος, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 52, Ξεν. Συμπ. 8. 36· ὑπερθετ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 3: ἀγαπητός, ἐπιθυμητός, πόλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 605· κεῖνος ὁ ταῖς ἀγέλαισιν ἐράσμιος Μόσχ. 3. 19· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐράσμιον ἀνθήσασα Ἀνθ. Π. 7. 219, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aimable, gracieux, charmant;
2 aimé, désiré par, τινι.
Étymologie: ἐράω.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐράσμιος, -α, -ον) έραμαι
αυτός που σέ κάνει να τον ερωτεύεσαι, θελκτικός, αξιαγάπητος («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», Ξεν.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἐράσμιον
με αξιαγάπητο τρόπο.
Greek Monotonic
ἐράσμιος: -ον, ευχάριστος, σε Ξεν.· αγαπητός, επιθυμητός, ποθητός, σε Αισχύλ., Ξεν.· ουδ. ως επίρρ., σε Ανθ.