ἐπιτέρπομαι: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιτέρπομαι]]) [[τέρπομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐπιτέρπομαι]] εἴς τι» — [[χαίρω]], ευχαριστιέμαι για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />ευχαριστιέμαι, [[δοκιμάζω]] [[ευχαρίστηση]], [[χαίρομαι]] («[[ἄλλος]] ἄλλοισιν [[ἀνήρ]] ἐπιτέρπεται ἔργοις», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=(AM [[ἐπιτέρπομαι]]) [[τέρπομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐπιτέρπομαι]] εἴς τι» — [[χαίρω]], ευχαριστιέμαι για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />ευχαριστιέμαι, [[δοκιμάζω]] [[ευχαρίστηση]], [[χαίρομαι]] («[[ἄλλος]] ἄλλοισιν [[ἀνήρ]] ἐπιτέρπεται ἔργοις», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιτέρπομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] ή [[αγαλλιάζω]], ευχαριστιέμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. Verb (also in later Prose, Agath.3.21),
A rejoice or delight in, ἄλλος ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Od.14.228, cf. Hes.Th.158 ; ἵπποις Pi.O.5.22 ; ἀγαθοῖς Thgn.1218 ; ἐπιτέρπεσθαι θυμόν h.Ap.204 ; Δήλῳ ἐ. ἦτορ ib. 146 : c. inf., AP9.766 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτέρπομαι: Παθ., Ἐπικ. ῥῆμα, τέρπομαι ἐπί τινι, ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Ὀδ. Ξ. 228, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 166, Ἡσ. Θεογ. 158, Πινδ. Ο. 5. 51, Θέογν. 1218· ἐπιτέρπεσθαι θυμὸν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 204· Δήλῳ ἐπ. ἦτορ αὐτόθι 146· μετ’ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 9. 766.
English (Autenrieth)
take pleasure in, Od. 14.228†.
English (Slater)
ἐπῐτέρπομαι
1 delight in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22)
Greek Monolingual
(AM ἐπιτέρπομαι) τέρπομαι
μσν.
φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» — χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι
αρχ.
ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαι («ἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπιτέρπομαι: Παθ., χαίρομαι ή αγαλλιάζω, ευχαριστιέμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.