θούριος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[θούριος]], -ον, αττ. ποιητ. τ. του [[θούρος]]) [[θούρος]]<br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ο [[θούριος]] (ενν. [[παιάνας]]) και <i>το θούριο</i>(<i>ν</i>) (ενν. [[άσμα]])<br />πολεμικό [[τραγούδι]], [[εμβατήριο]] («ο [[θούριος]] του Ρήγα Φεραίου)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορμητικός]], [[οξύς]], [[ακράτητος]], [[πολεμικός]].
|mltxt=-ο (Α [[θούριος]], -ον, αττ. ποιητ. τ. του [[θούρος]]) [[θούρος]]<br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ο [[θούριος]] (ενν. [[παιάνας]]) και <i>το θούριο</i>(<i>ν</i>) (ενν. [[άσμα]])<br />πολεμικό [[τραγούδι]], [[εμβατήριο]] («ο [[θούριος]] του Ρήγα Φεραίου)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορμητικός]], [[οξύς]], [[ακράτητος]], [[πολεμικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θούριος:''' -α, -ον, στους Αττ. Ποιητές αντί [[θοῦρος]], σε Αισχύλ., κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θούριος Medium diacritics: θούριος Low diacritics: θούριος Capitals: ΘΟΥΡΙΟΣ
Transliteration A: thoúrios Transliteration B: thourios Transliteration C: thoyrios Beta Code: qou/rios

English (LSJ)

α, ον, in Trag. (Com. in lyr.),= θοῦρος, λοχαγέται ἄρχων, A.Th.42, Pers.73 (lyr.); ὄρνις, τόξα, Id.Ag.112 (lyr.), Eu.627;

   A Αἴας S.Aj.212 (anap.); λῆμα Ar.Eq.757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1215] = θοῦρος; ὄρνις Aesch. Ag. 112; Ἄρης Soph. Ai. 606; Αἴας 211. 1192; ναυσὶ θουρίαις Eur. I. A. 238; λῆμα Ar. Equ. 757.

Greek (Liddell-Scott)

θούριος: -α, -ον, παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ θοῦρος, Αἰσχύλ. Θήβ. 42, Πέρσ. 73, 118, Ἀγ. 112, Εὐμ. 627, Σοφ. Αἴ. 212, 612, Ἀριστοφ. Ἱππ. 757, Βατρ. 1289.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. θοῦρος.

Greek Monolingual

-ο (Α θούριος, -ον, αττ. ποιητ. τ. του θούρος) θούρος
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο θούριος (ενν. παιάνας) και το θούριο(ν) (ενν. άσμα)
πολεμικό τραγούδι, εμβατήριο («ο θούριος του Ρήγα Φεραίου)
αρχ.
ορμητικός, οξύς, ακράτητος, πολεμικός.

Greek Monotonic

θούριος: -α, -ον, στους Αττ. Ποιητές αντί θοῦρος, σε Αισχύλ., κ.λπ.