ἱερόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερόγλωσσος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ιερή]], προφητική [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερόγλωσσος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ιερή]], προφητική [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱερόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει με [[προφητικά]] [[λόγια]], [[προφητικός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόγλωσσος Medium diacritics: ἱερόγλωσσος Low diacritics: ιερόγλωσσος Capitals: ΙΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: hieróglōssos Transliteration B: hieroglōssos Transliteration C: ieroglossos Beta Code: i(ero/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A of prophetic tongue, Epigr. ap. Paus.6.17.6: -γλωσσον, τό, sacred formula, PMag.Berol.2.69.

German (Pape)

[Seite 1241] mit heiliger Zunge, von Wahrsagern, Κλυτίδαι Ep. ad. (App. 371) aus Paus. 6, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόγλωσσος: -ον, ἔχων προφητικὴν γλῶσσαν, Ἀνθολ. Παλ. παράρτ. 371.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix sainte ou prophétique.
Étymologie: ἱερός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].

Greek Monotonic

ἱερόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει με προφητικά λόγια, προφητικός, σε Ανθ.