καταδίδωμι: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταδίδωμι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταδίδω]]. | |mltxt=[[καταδίδωμι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταδίδω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]], [[παραχωρώ]], [[προδίδω]], [[φανερώνω]]· αμτβ., ανοίγομαι σε, <i>ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A assign, τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητός τινι D.H. Comp.18. II intr., of a channel, open into, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.4.85, cf. Plu.Fab.6.
German (Pape)
[Seite 1346] (s. δίδωμι), vertheilen, austheilen, D. H. de C. V. p. 242. Von Flüssen, sich ergießen; ἐς Ἑλλήσποντον Her. 4, 85; Plut. Fab. 6.
French (Bailly abrégé)
s.e. ἑαυτόν;
se jeter dans, avec εἰς et l’acc. en parl. d’un fleuve.
Étymologie: κατά, δίδωμι.
Greek Monolingual
καταδίδωμι (Α)
βλ. καταδίδω.
Greek Monotonic
καταδίδωμι: μέλ. -δώσω, παραχωρώ, προδίδω, φανερώνω· αμτβ., ανοίγομαι σε, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, σε Ηρόδ.