καταδίδωμι
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
A assign, τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητός τινι D.H.Comp.18.
II intr., of a channel, open into, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.4.85, cf. Plu.Fab.6.
German (Pape)
[Seite 1346] (s. δίδωμι), verteilen, austeilen, D. H. de C. V. p. 242. Von Flüssen, sich ergießen; ἐς Ἑλλήσποντον Her. 4, 85; Plut. Fab. 6.
French (Bailly abrégé)
s.e. ἑαυτόν;
se jeter dans, avec εἰς et l'acc. en parl. d'un fleuve.
Étymologie: κατά, δίδωμι.
Greek Monolingual
καταδίδωμι (Α)
βλ. καταδίδω.
Greek Monotonic
καταδίδωμι: μέλ. -δώσω, παραχωρώ, προδίδω, φανερώνω· αμτβ., ανοίγομαι σε, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταδίδωμι: изливаться, впадать (ἐς Ἑλλήσποντον Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δίδωμι uitmonden:. ἡ δὲ Προποντίς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον de Propontis mondt uit in de Hellespont Hdt. 4.85.4.
Middle Liddell
fut. -δώσω
to give away, intr. to open into, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.