κατατιτρώσκω: Difference between revisions
ὁποία δ' ἦν αὕτη ἡ παίδευσις δύναταί τις γιγνώσκειν διάλογόν τινα τοῦ Πλάτωνος σκοπῶν → It's possible to find out what kind of education that was by examining one of Plato's dialogues
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατατιτρώσκω]] (AM)<br />(επιτ. τ. του [[τιτρώσκω]]) [[κατατραυματίζω]], [[πληγώνω]] θανάσιμα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «[[πληγώνω]]»<br /><b>2.</b> [[τσιμπώ]], [[αγκυλώνω]] με μυτερό [[αντικείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προξενώ]] [[απόστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[πληγώνω]]»]. | |mltxt=[[κατατιτρώσκω]] (AM)<br />(επιτ. τ. του [[τιτρώσκω]]) [[κατατραυματίζω]], [[πληγώνω]] θανάσιμα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «[[πληγώνω]]»<br /><b>2.</b> [[τσιμπώ]], [[αγκυλώνω]] με μυτερό [[αντικείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προξενώ]] [[απόστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[πληγώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατατιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[πληγώνω]] καίρια, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A wound, X.An.3.4.26; λίθοις καὶ τοξεύμασι ib.4.1.10; ἑαυτόν D.L.1.60, cf. Plb.33.9.6, Plu.Sol.30, etc.:—Pass., Id.Caes.66: metaph., πάθη κ. τινάς Ph.1.299; κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς ἐκ νοσημάτων Id.1.156. 2 open an abscess, ἔμπλαστρος -σκουσα Aët.15.17.
Greek (Liddell-Scott)
κατατιτρώσκω: μέλλ. -τρώσω, κατατραυματίζω, κατακαλύπτω τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι αὐτόθι 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)
French (Bailly abrégé)
ao. κατέτρωσα;
couvrir de blessures.
Étymologie: κατά, τιτρώσκω.
Greek Monolingual
κατατιτρώσκω (AM)
(επιτ. τ. του τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα
μσν.
1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω»
2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο
αρχ.
προξενώ απόστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τιτρώσκω «πληγώνω»].