κατόμνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατόμνυμι]] (ΑΜ)<br />[[διαβεβαιώ]] ενόρκως («κατόμοσόν νυν ταῡτά μοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα («τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) ορκίζομαι, [[εκφέρω]] όρκο<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατόμνυμαι</i><br />[[κατηγορώ]] κάποιον ενόρκως («ὁ Λευτυχίδης κατόμνυται Δημαράτῳ», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄμνυμι]] «ορκίζομαι»].
|mltxt=[[κατόμνυμι]] (ΑΜ)<br />[[διαβεβαιώ]] ενόρκως («κατόμοσόν νυν ταῡτά μοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα («τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) ορκίζομαι, [[εκφέρω]] όρκο<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατόμνυμαι</i><br />[[κατηγορώ]] κάποιον ενόρκως («ὁ Λευτυχίδης κατόμνυται Δημαράτῳ», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄμνυμι]] «ορκίζομαι»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατόμνῡμι:''' μέλ. <i>-ομοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ώμοσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιβεβαιώνω]] με όρκο, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., ορκίζομαι ότι..., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[φέρνω]] σε [[μαρτυρία]], [[ορκίζω]], <i>τὴν ἐμὴν ψυχήν</i>, σε Ευρ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> στην Μέσ. επίσης, με γεν., [[παίρνω]] όρκο [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]] ενόρκως, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόμνῡμι Medium diacritics: κατόμνυμι Low diacritics: κατόμνυμι Capitals: ΚΑΤΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: katómnymi Transliteration B: katomnymi Transliteration C: katomnymi Beta Code: kato/mnumi

English (LSJ)

aor. -ώμοσα E.Hel.835:—

   A confirm by oath, τινί τι Ar.Av. 444.    2 c.acc., call to witness, swear by, τὴν ἐμὴν ψυχήν E.Or.1517 (troch.), etc.; κ. τὼ θεώ Ar.Ec.158: c. dupl. acc., ἁγνὸν ὅρκον σὸν κάρα κατώμοσα E.Hel.l.c.: c.gen., κ. τῆς κεφαλῆς Anon. ap. Suid.    3 swear, c.inf., IG12(9).1273.1 (Eretria, vi B.C.).    II Med. = Act., tender an oath, Antipho Soph.Oxy.1364.140, Arist.Rh.1377a16, PMagd.26.13 (iii B.C.); swear by, τοὺς θεούς Aristaenet.2.20: c.acc. et inf., D.39.4, cf. Paus.6.18.3.    2 c.dat., take an oath against, accuse on oath, Hdt.6.65 (gen. as v.l.): abs., ib.69.

German (Pape)

[Seite 1403] (s. ὄμνυμι), beschwören, durch einen Eid bekräftigen; τινί τι, Ar. Av. 447; τὼ θεὼ κατώμοσας, du hast bei ihnen geschworen, sie als Zeugen des Eides angerufen, Eccl. 158; Πέλοπα κατόμνυμι Eur. I. A. 473; τὴν ἐμὴν ψυχήν Or. 1517; ὅρκον I. T. 790; mit doppeltem accus., ἅγιον ὅρκον σὸν κάρα κατώμοσα Hel. 841; Sp. auch c. gen., τῆς κεφαλῆς, beim Haupte, Suid.; absolut, Ar. Ran. 305. – Med. sich mit einem Eide binden, schwören, κατωμνύμην φαμένη αὐτὸν οὐ καλῶς ποιέειν Her. 6, 69; τοῦ Δημαρήτου 6, 65, gegen den Demaratus, d. h. ihn anklagen; öfter bei Paus. Vom Klägereide, Dem. τὸν ἀδελφὸν κατωμόσατο ἐκ τοῦ πατρὸς εἶναι τοῦ ἐμοῦ 39, 4. Auch κατόμνυσθε τοὺς θεούς, Aristaen. 2, 20. Bei Synes. im Ggstz von ἀπόμνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατόμνῡμι: μέλλ. -ομοῦμαι: ἀόρ. -ώμοσα·- βεβαιῶ δι’ ὅρκου, τινί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 444· μετ’ ἀπαρ., ὁρκίζομαι ὅτι…, Δημ. 995. 24· ἀντίθετ. τῷ ἀπομνύναι, Συνεσ. Ἐπιστ. 153. 2) μετ’ αἰτιατ., ἐπικαλοῦμαι ὡς μάρτυρα, ὁρκίζομαι εἴς τι, τὴν ἐμὴν ψυχήν Εὐρ. Ὀρ. 1517, κτλ.· κατ. τὼ θεώ, Λατιν. jurare deos, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 158· κατ. ὅρκον Εὐρ. Ι. Τ. 790·- μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἁγνὸν ὅρκον σὸν κάρα κατώμοσα Εὐρ. Ἑλ. 835·- ὡσαύτως μετὰ γεν., κ. τῆς κεφαλῆς παρὰ Σουΐδ. II. Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 29· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 995. 24. 2) μετὰ γεν., δίδω ὅρκον ἐναντίον τινός, κατηγορῶ ἐνόρκως, Ἡρόδ. 6. 65.

French (Bailly abrégé)

f. κατομοῦμαι, ao. κατώμοσα, pf. κατομώμοκα;
jurer :
1 affirmer par serment : ὅρκον EUR confirmer par un serment;
2 prendre à témoin avec serment : τινα jurer par qqn;
Moy. κατόμνυμαι;
1 jurer, càd affirmer par serment;
2 accuser sous la foi d’un serment, gén..
Étymologie: κατά, ὄμνυμι.

Greek Monolingual

κατόμνυμι (ΑΜ)
διαβεβαιώ ενόρκως («κατόμοσόν νυν ταῡτά μοι», Αριστοφ.)
αρχ.
1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα («τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσα», Ευρ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) ορκίζομαι, εκφέρω όρκο
3. μέσ. κατόμνυμαι
κατηγορώ κάποιον ενόρκως («ὁ Λευτυχίδης κατόμνυται Δημαράτῳ», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄμνυμι «ορκίζομαι»].

Greek Monotonic

κατόμνῡμι: μέλ. -ομοῦμαι, αόρ. αʹ -ώμοσα·
I. 1. επιβεβαιώνω με όρκο, τί τινι, σε Αριστοφ.· με απαρ., ορκίζομαι ότι..., σε Δημ.
2. με αιτ., φέρνω σε μαρτυρία, ορκίζω, τὴν ἐμὴν ψυχήν, σε Ευρ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Δημ.
II. στην Μέσ. επίσης, με γεν., παίρνω όρκο εναντίον κάποιου, κατηγορώ ενόρκως, σε Ηρόδ.