κενότης: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />le vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />le vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κενότης:''' -ητος, ἡ ([[κενός]]), [[ματαιότητα]], [[κενότητα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενότης Medium diacritics: κενότης Low diacritics: κενότης Capitals: ΚΕΝΟΤΗΣ
Transliteration A: kenótēs Transliteration B: kenotēs Transliteration C: kenotis Beta Code: keno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A emptiness, Pl.R.585b, Ti.58b, Thphr.Sens.54; vanity, Phld.D.1.17; εἰς κενότητας ἄν μοι ὁ λόγος ἐξέπιπτε D.H.Is.20; κ. σφυγμοῦ Agathin. ap. Gal.8.936; cf. κενεότης.

German (Pape)

[Seite 1417] ητος, ἡ, die Leere, Plat. Rep. IX, 585 b Tim. 58 b; Nichtigkeit, Eitelkeit, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κενότης: -ητος, ἡ, ματαιότης, μηδαμινότης, ἄγνοια καὶ ἀφροσύνη ἆρ’ οὐ κενότης ἐστὶ τῆς περὶ ψυχὴν αὖ ἕξεως; Πλάτ. Πολ. 585Β, Τίμ. 58Β, Ἰσαῖ., κλ.·- κενὸν διάστημα, κενόν, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν λέξ. κενεότης.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
le vide.
Étymologie: κενός.

Greek Monotonic

κενότης: -ητος, ἡ (κενός), ματαιότητα, κενότητα, σε Πλάτ.