κήδευμα: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κήδευμα]], -εύματος, τὸ (Α) [[κηδεύω]]<br /><b>1.</b> [[συγγένεια]] εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τον δ' ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ [[τἀναντία]] χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[κηδεστής]] («[[ἄναξ]], ἐμὸν [[κήδευμα]], παῑ Μενοικέως», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=[[κήδευμα]], -εύματος, τὸ (Α) [[κηδεύω]]<br /><b>1.</b> [[συγγένεια]] εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τον δ' ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ [[τἀναντία]] χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[κηδεστής]] («[[ἄναξ]], ἐμὸν [[κήδευμα]], παῑ Μενοικέως», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κήδευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[συγγένεια]] από γάμο ή συμπεθέρεμα, Λατ. offinitas, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ποιητ. αντί [[κηδεστής]], [[κάποιος]] που συνδέεται με αυτό τον τρόπο, σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A connexion or alliance by marriage, E.Med.76, Pl.Lg.773b. 2poet. for κηδεστής, one who is so connected, S.OT 85, E.Or.477.
German (Pape)
[Seite 1429] τό, Verwandtschaft durch Heirath, Verschwägerung, Plat. Legg. VI, 773 b, wie Eur. Med. 75, παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων. – Poetisch = κηδεστής; ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα Soph. O. R. 85; Eur. Or. 477.
Greek (Liddell-Scott)
κήδευμα: τό, συγγένεια δι’ ἐπιγαμίας, Λατιν. affinitas, Εὐρ. Μήδ. 76, Πλάτ. Νόμ. 773Β. 2) ποιητ. ἀντὶ τοῦ κηδεστής, ὁ οὕτω πως συγγενεύων, Σοφ. Ο. Τ. 85, Εὐρ. Ὀρ. 477.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 parenté par alliance, par mariage;
2 parent par mariage.
Étymologie: κηδεύω.
Greek Monolingual
κήδευμα, -εύματος, τὸ (Α) κηδεύω
1. συγγένεια εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τον δ' ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», Πλάτ.)
2. (ποιητ.) κηδεστής («ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα, παῑ Μενοικέως», Σοφ.).
Greek Monotonic
κήδευμα: -ατος, τό,
1. συγγένεια από γάμο ή συμπεθέρεμα, Λατ. offinitas, σε Ευρ.
2. ποιητ. αντί κηδεστής, κάποιος που συνδέεται με αυτό τον τρόπο, σε Σοφ., Ευρ.