κνηκός: Difference between revisions
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κνηκός]], -ή, -όν και δωρ. τ. [[κνακός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κνήκου, ο [[κιτρινοκόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κνήκος]]]. | |mltxt=[[κνηκός]], -ή, -όν και δωρ. τ. [[κνακός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κνήκου, ο [[κιτρινοκόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κνήκος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κνηκός:''' -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, <i>-ά</i>, <i>-όν</i>, αυτός που έχει [[χρώμα]] «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, [[καστανόξανθος]], [[κοκκινωπός]], σε Ανθ.· απ' όπου ο [[τράγος]] ονομάζεται <i>[[κνάκων]]</i>, <i>ὁ</i>, σε Θεόκρ.· και ο [[λύκος]] [[κνηκίας]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, Dor. κνᾱκός, ά, όν,
A pale yellow, tawny, of the goat, Thespis 4, Theoc.7.16, AP6.32 (Agath.); so in oracular style, Epigr.Gr.1034.23; of the wolf, Babr.113.2; cf. κνακός· ψαρός, ἵππος, Hsch. (Perh. cogn. with Skt. kāñcanam 'gold', OPruss. cucan 'brown', OE. hunig 'honey'.)
German (Pape)
[Seite 1460] dor. κνακός, gelblich, von der salben Farbe der Safflorblüthe u. des Safflorsaamens, isabellfarbig, Schol. Theocr. 7, 16; τράγοιο κνηκὸν δέρμα Theocr. 7, 16; vgl. Agath. 29 (VI, 32); vom Wolfe, Babr. 113, 2, s. κνηκίας.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκός: -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, ά, όν, ἔχων χρῶμα κροκίζον, κιτρινωπὸν ὡς ὁ σπόρος, ἢ τὸ «χνοῦδι» τῆς κνήκου (Ἡσύχ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2), ἐπὶ τῆς αἰγός, Θεόκρ. 7. 16, Ἀνθ. Π. 6. 32· ἢ τοῦ λύκου, Βάρβ. 113. 2 Boisson.· ― ἐντεῦθεν ὁ τράγος καλεῖται κνάκων, ὁ, Θεόκρ. 3. 5· καὶ ὁ λύκος, κνηκίας, Βάβριος 112, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
roux, fauve : ὁ κνηκός (θήρ) le loup.
Étymologie: DELG κνῆκος.
Syn. κνηκίας, λύκος, μονιός, μονόλυκος.
Greek Monolingual
κνηκός, -ή, -όν και δωρ. τ. κνακός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κνήκου, ο κιτρινοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνήκος].
Greek Monotonic
κνηκός: -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, -ά, -όν, αυτός που έχει χρώμα «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, καστανόξανθος, κοκκινωπός, σε Ανθ.· απ' όπου ο τράγος ονομάζεται κνάκων, ὁ, σε Θεόκρ.· και ο λύκος κνηκίας, σε Βάβρ.