κορωνός: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορωνός]], -ή, -όν (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> (για το [[οστό]] του σαγονιού) [[καμπύλος]], [[κυρτός]]<br /><b>2.</b> (για βόδια) αυτός πού έχει ελικοειδή κέρατα<br /><b>3.</b> [[γαύρος]], [[υψαύχην]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κορωνά βαίνειν» — κορωνιᾱν, το να καμαρώνει [[κάποιος]], να παίρνει [[στάση]] γεμάτη [[καμάρι]] <b>(Ανακρ.)</b>.
|mltxt=[[κορωνός]], -ή, -όν (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> (για το [[οστό]] του σαγονιού) [[καμπύλος]], [[κυρτός]]<br /><b>2.</b> (για βόδια) αυτός πού έχει ελικοειδή κέρατα<br /><b>3.</b> [[γαύρος]], [[υψαύχην]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κορωνά βαίνειν» — κορωνιᾱν, το να καμαρώνει [[κάποιος]], να παίρνει [[στάση]] γεμάτη [[καμάρι]] <b>(Ανακρ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορωνός:''' -ή, -όν, [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνός Medium diacritics: κορωνός Low diacritics: κορωνός Capitals: ΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: korōnós Transliteration B: korōnos Transliteration C: koronos Beta Code: korwno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A curved, crooked, of the coronoid process of the jawbone, Hp.Art.30; βοῦς κ. with crumpled horns, Archil.39.    II = γαῦρος, ὑψαυχενῶν, EM530.27; κορωνὰ βαίνειν, = κορωνιᾶν, Anacr.151.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνός: -ή, -όν, καμπύλος, κυρτός, ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 βοῦς κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, ἕλιξ. ΙΙ. = γαῦρος, ὑψαύχην (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. κορωνίης.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;
2 aux cornes recourbées.
Étymologie: cf. κορώνη¹.

Greek Monolingual

κορωνός, -ή, -όν (Α) κορώνη
1. (για το οστό του σαγονιού) καμπύλος, κυρτός
2. (για βόδια) αυτός πού έχει ελικοειδή κέρατα
3. γαύρος, υψαύχην
4. φρ. «κορωνά βαίνειν» — κορωνιᾱν, το να καμαρώνει κάποιος, να παίρνει στάση γεμάτη καμάρι (Ανακρ.).

Greek Monotonic

κορωνός: -ή, -όν, καμπυλωτός, κυρτός· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ.