κατάλαλος: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάλαλος]], ὁ (Α) [[καταλαλώ]]<br />αυτός που κατηγορεί, ο [[συκοφάντης]].
|mltxt=[[κατάλαλος]], ὁ (Α) [[καταλαλώ]]<br />αυτός που κατηγορεί, ο [[συκοφάντης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάλᾰλος:''' ὁ, [[συκοφάντης]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλᾰλος Medium diacritics: κατάλαλος Low diacritics: κατάλαλος Capitals: ΚΑΤΑΛΑΛΟΣ
Transliteration A: katálalos Transliteration B: katalalos Transliteration C: katalalos Beta Code: kata/lalos

English (LSJ)

ὁ,

   A slanderer, Ep. Rom.1.30, POxy.1828r.3.

German (Pape)

[Seite 1358] der Einem Böses nachredet, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλᾰλος: ὁ, ὁ συκοφάντης, ὁ ἐναντίον τινὸς ὁμιλῶν, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
médisant, calomniateur.
Étymologie: κατά, λαλέω.

English (Strong)

from κατά and the base of λαλέω; talkative against, i.e. a slanderer: backbiter.

English (Thayer)

καταλαλου, ὁ, a defamer, evil speaker (A. V. back-biters): Hermas, sim. 6,5, 5 [ET]; also as adjective 8,7, 2 [ET]; 9,26, 7 [ET]).)

Greek Monolingual

κατάλαλος, ὁ (Α) καταλαλώ
αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης.

Greek Monotonic

κατάλᾰλος: ὁ, συκοφάντης, σε Καινή Διαθήκη