κιναιδία: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κιναιδία]], ἡ (Α) [[κίναιδος]]<br /><b>1.</b> [[κιναιδεία]]<br /><b>2.</b> η αναίσχυντη και [[κακοήθης]] [[συμπεριφορά]]. | |mltxt=[[κιναιδία]], ἡ (Α) [[κίναιδος]]<br /><b>1.</b> [[κιναιδεία]]<br /><b>2.</b> η αναίσχυντη και [[κακοήθης]] [[συμπεριφορά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῐναιδία:''' ἡ, [[λαγνεία]], [[πόθος]], σαρκική [[επιθυμία]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = κιναιδεία, Aeschin.2.99, Luc.Demon.50, D.C.45.26.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, das unzüchtige Leben u. Treiben eines κίναιδος, unnatürliche Wollust; neben αἰσχρουργία Aesch. 2, 99; Luc. Dem. 50.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναιδία: ἡ, = κιναιδεία, Αἰσχίν. 41. 13, Λουκ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
débauche contre nature.
Étymologie: κίναιδος.
Greek Monolingual
κιναιδία, ἡ (Α) κίναιδος
1. κιναιδεία
2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά.