Λακωνικός: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Laconie ; Lacédémonien <i>ou</i> de Lacédémone ; laconique;<br />ἡ Λακωνική;<br />1 ([[γῆ]]) la Laconie;<br />2 (<i>s.e.</i> [[κρηπίς]]) sorte de chaussure d’homme à la mode de Lacédémone;<br />τὸ Λακωνικόν, l’État de Lacédémone, la coutume de Lacédémone.<br />'''Étymologie:''' [[Λάκων]].
|btext=ή, όν :<br />de Laconie ; Lacédémonien <i>ou</i> de Lacédémone ; laconique;<br />ἡ Λακωνική;<br />1 ([[γῆ]]) la Laconie;<br />2 (<i>s.e.</i> [[κρηπίς]]) sorte de chaussure d’homme à la mode de Lacédémone;<br />τὸ Λακωνικόν, l’État de Lacédémone, la coutume de Lacédémone.<br />'''Étymologie:''' [[Λάκων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Λᾰκωνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στους Λάκωνες, αυτός που προέρχεται από αυτούς, σε Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.:<br /><b class="num">1.</b> <i>ἡ Λακωνική</i> (ενν. <i>γῆ</i>), Λακωνική γη, Λακωνία, σε Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Λακωνικαί</i> (ενν. <i>ἐμβάδες</i>), <i>αἱ</i>, Λακωνικά πέδιλα, που φορούσαν οι άνδρες, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ Λακωνικόν</i>, η πόλη-[[κράτος]] των Λακεδαιμονίων, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λᾰκωνικός Medium diacritics: Λακωνικός Low diacritics: Λακωνικός Capitals: ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: Lakōnikós Transliteration B: Lakōnikos Transliteration C: Lakonikos Beta Code: *lakwniko/s

English (LSJ)

ή, όν, Laconian,

   A ἄνδρες Ar.Lys. 628, etc.; κλειδίον, a kind of key, Id.Th.423, cf. Aristopho 7.4, Men. 343; Λακωνικὸν πνέων Ar.Lys.276; βραχυλογία τις Λ. Pl.Prt.343b; ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς Prov.in Str.1.2.30, cf. Longin.38.5. Adv. -κῶς Diph.96; συντόμως καὶ Λ. D.S.13.52.    II as Subst.,    1 ἡ Λακωνική (sc. γῆ) Laconia, Ar.Pax245, etc.    b Λακωνικαί (sc. ἐμβάδες), αἱ, Laconian shoes, used by men, Id.V.1158, Th.142, Ec.74, 269, al.    2 τὸ -κόν the state of Lacedaemon, Hdt.7.235; τῆς ὁμιλίας τὸ Λ. Laconian fashion, Plu.Cleom.32.    3 τὸ Λ. Laconian steel, St.Byz.s.v. Λακεδαίμων.    4 Λακωνικόν, τό, female garment, διαφανῆ Λ. LXX Is.3.23.

Greek (Liddell-Scott)

Λᾰκωνικός: -ή, -όν, ἐκ Λακωνικῆς ἢ ἀνήκων εἰς τοὺς Λάκωνας, Λακωνικός, ἄνδρες Ἀριστοφ. Λυσ. 628, κτλ.· Λακωνικὸν πνέων αὐτόθι 276· βραχυλογία τις Λακ. Πλάτ. Πρωτ. 343Β· ἐλάττω ἔχει γῆν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς, παροιμ. παρὰ Στράβ. 36· ὅθεν λακωνικός, βραχυλόγος, βραχύς, Κωμικ. Ἀνών. 196· - Ἐπίρρ. -κῶς, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8· συντόμως καὶ Λ. Διόδ. 13. 52. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἡ Λακωνικὴ (ἐξυπ. γῆ), ἡ Λακωνική, Ἀριστοφ. Εἰρ. 245, κτλ. β) Λακωνικαὶ (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐμβάδες), αἱ, Λακωνικὰ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν οἱ ἄνδρες, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1158, Θεσμ. 142, Ἐκκλ. 74, 269, κ. ἀλλ. 2) τὸ Λακωνικόν, ἡ πολιτεία τῶν Λακεδαιμονίων, Ἡρόδ. 7. 235· τρόπος Λακωνικός, Πλουτ. Κλεομ. 32. 2) τὸ Λακ. κλειδίον, εἶδος κλειδός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 423, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πειρίθῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 12, Salmas. Solin. σελ. 650 κἑξ. 4) τὸ Λακ., χάλυψ Λακωνικὸς ἐξόχως βεβαμμένος πρὸς κατασκευὴν ῥινίων, κτλ. Στέφ. Βυζ. - Ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 344.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Laconie ; Lacédémonien ou de Lacédémone ; laconique;
ἡ Λακωνική;
1 (γῆ) la Laconie;
2 (s.e. κρηπίς) sorte de chaussure d’homme à la mode de Lacédémone;
τὸ Λακωνικόν, l’État de Lacédémone, la coutume de Lacédémone.
Étymologie: Λάκων.

Greek Monotonic

Λᾰκωνικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει στους Λάκωνες, αυτός που προέρχεται από αυτούς, σε Αριστοφ., κ.λπ.
II. ως ουσ.:
1. ἡ Λακωνική (ενν. γῆ), Λακωνική γη, Λακωνία, σε Αριστοφ., κ.λπ.
2. Λακωνικαί (ενν. ἐμβάδες), αἱ, Λακωνικά πέδιλα, που φορούσαν οι άνδρες, στον ίδ.
3. τὸ Λακωνικόν, η πόλη-κράτος των Λακεδαιμονίων, σε Ηρόδ.