λαοσεβής: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαοσεβής]], -ές (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο [[λαός]] («[[ἥρως]] δ' [[ἔπειτα]] [[λαοσεβής]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβας]] <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>σεβής</i>, <i>θεο</i>-<i>σεβής</i>].
|mltxt=[[λαοσεβής]], -ές (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο [[λαός]] («[[ἥρως]] δ' [[ἔπειτα]] [[λαοσεβής]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβας]] <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>σεβής</i>, <i>θεο</i>-<i>σεβής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾱοσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), αυτός που λατρεύεται, είναι [[σεβαστός]] από τον λαό, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοσεβής Medium diacritics: λαοσεβής Low diacritics: λαοσεβής Capitals: ΛΑΟΣΕΒΗΣ
Transliteration A: laosebḗs Transliteration B: laosebēs Transliteration C: laosevis Beta Code: laosebh/s

English (LSJ)

ές,

   A worshipped by the people, ἥρως Pi.P.5.95.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοσεβής: -ές, λατρεύομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Πινδ. Π. 5. 129.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
révéré du peuple.
Étymologie: λαός, σέβω.

English (Slater)

λᾱοσεβής
   1 honoured by the people μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής Battos (P. 5.95)

Greek Monolingual

λαοσεβής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαόςἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευ-σεβής, θεο-σεβής].

Greek Monotonic

λᾱοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που λατρεύεται, είναι σεβαστός από τον λαό, σε Πίνδ.