λαγοδαίτης: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαγοδαίτης]], ὁ (Α)<br />(για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]»), [[πρβλ]] <i>κρεο</i>-[[δαίτης]], <i>χρηματο</i>-[[δαίτης]]]. | |mltxt=[[λαγοδαίτης]], ὁ (Α)<br />(για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]»), [[πρβλ]] <i>κρεο</i>-[[δαίτης]], <i>χρηματο</i>-[[δαίτης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λᾰγοδαίτης:''' -ου, ὁ ([[δαίω]]), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (δαίω B)
A hare-devourer, A. Ag.123 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 3] Hafen fressend, vom Adler, Aesch. Ag. 122.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω) ὁ κατατρώγων τοὺς λαγωούς, ἐπὶ ἀετοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 123 (Λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui mange des lièvres.
Étymologie: λαγώς, δαίνυμαι.
Greek Monolingual
λαγοδαίτης, ὁ (Α)
(για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ κρεο-δαίτης, χρηματο-δαίτης].
Greek Monotonic
λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ.