Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλοπραγμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μεγαλοπραγμοσύνη]]) [[μεγαλοπράγμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενασχόληση]] με μεγάλα, με σπουδαία έργα<br /><b>2.</b> η [[επιδίωξη]] μεγάλων πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διάθεση]] για μεγάλα έργα.
|mltxt=η (Α [[μεγαλοπραγμοσύνη]]) [[μεγαλοπράγμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενασχόληση]] με μεγάλα, με σπουδαία έργα<br /><b>2.</b> η [[επιδίωξη]] μεγάλων πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διάθεση]] για μεγάλα έργα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοπραγμοσύνη:''' ἡ, η [[διάθεση]] να κάνει [[κάποιος]] σπουδαία πράγματα, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπραγμοσύνη Medium diacritics: μεγαλοπραγμοσύνη Low diacritics: μεγαλοπραγμοσύνη Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΑΓΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: megalopragmosýnē Transliteration B: megalopragmosynē Transliteration C: megalopragmosyni Beta Code: megalopragmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A disposition to do great things, magnificence, Plu.Alc.6, etc.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, Neigung, Geschick zu großen Thaten, Plut. Alc. 38, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, ἡ πρὸς μεγαλουργίαν διάθεσις, μεγαλοπρέπεια, Πλουτ. Ἀλκ. 6, κτλ.· ― μεγαλοπράγμων, ον, ὁ διατεθειμένος νὰ πράξῃ μεγάλα ἔργα, ὁ σχηματίζων μεγάλα σχέδια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 36, Πλουτ. Ἀγησ. 32.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
penchant à faire de grandes choses.
Étymologie: μεγαλοπράγμων.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλοπραγμοσύνη) μεγαλοπράγμων
νεοελλ.
1. η ενασχόληση με μεγάλα, με σπουδαία έργα
2. η επιδίωξη μεγάλων πραγμάτων
αρχ.
η διάθεση για μεγάλα έργα.

Greek Monotonic

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, η διάθεση να κάνει κάποιος σπουδαία πράγματα, μεγαλοπρέπεια, σε Πλούτ.