μεταμώνιος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(25) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταμώνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[ανωφελής]] («τὰ δὲ [[πάντα]] θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε [[ψηλά]] και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, [[ανεμοφόρητος]] («[[κονία]] [[μεταμώνιος]] ἀέρθη», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ. [[ἀνεμώλιος]] «[[ανώφελος]]» και σχηματίστηκε από το <i>μετανεμώνιος</i> (με σίγηση της συλλαβής -<i>νε</i>- [[κατά]] το [[φαινόμενο]] της απλολογίας) πιθ. <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>μετ</i>' <i>ἀνέμων</i>]. | |mltxt=[[μεταμώνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[ανωφελής]] («τὰ δὲ [[πάντα]] θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε [[ψηλά]] και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, [[ανεμοφόρητος]] («[[κονία]] [[μεταμώνιος]] ἀέρθη», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ. [[ἀνεμώλιος]] «[[ανώφελος]]» και σχηματίστηκε από το <i>μετανεμώνιος</i> (με σίγηση της συλλαβής -<i>νε</i>- [[κατά]] το [[φαινόμενο]] της απλολογίας) πιθ. <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>μετ</i>' <i>ἀνέμων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετᾰμώνιος:''' -ον ([[ἄνεμος]]),·<br /><b class="num">I.</b> ο γεννημένος από τον άνεμο, <i>τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνιοι θεῖεν</i>, [[μακάρι]] οι θεοί να σκόρπιζαν όλα αυτά στους ανέμους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς [[κόρακας]] βαδιεῖ [[μεταμώνιος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[άχρηστος]], [[μάταιος]], [[άσκοπος]], <i>μεταμώνια νήματα</i>, [[μάταια]] υφασμένοι ιστοί, σε Ομήρ. Οδ.· <i>μεταμώνια βάζειν</i>, [[μιλώ]] άσκοπα, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, poet. Adj.
A vain, idle, μ. νήματα vainly-woven, Od.2.98; μεταμώνια βάζεις talkest idly, 18.332; τὰ δὲ πάντα θεοὶ μ. θεῖεν may the gods give all that to the winds, Il.4.363; ψεύδη μ. Pi.O.12.6; μ. θηρεύω Id.P.3.23; τὰ δ' οὐκ ἄρ' ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν Theoc.22.181. —Used by Hom. only in neut. pl.: the etym. is dub., cf. μωνιή, μωνιόν; but later Poets apptly. connected the word with ἄνεμος (as if for μετανεμώνιος) ; κονία μεταμώνιος ἀέρθη borne by the wind, on high, Simon.16; ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος Ar.Pax117, ubi v. Sch.:— μεταμώλιος is v.l. in several passages; cf. ἀνεμώλιος.
German (Pape)
[Seite 150] schon von den Alten auf μετά u. ἄνεμος zurückgeführt, und μάταια, ἀνεμοφόρητα erkl., vgl. ἀνεμώλιος, welches Wort auch die Schreibung μεταμώλιος rechtfertigen sollte, die aber nach den bessern mss. in Hom. u. Pind. verworfen ist; eigtl. mit dem Winde dahingetragen, d. i. nichtig, vergeblich, ohne Erfolg; τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῖεν, Il. 4, 363; μή μοι μεταμώνια νήματ' ὄληται, Od. 2, 98. 19, 143. 24, 133, ungenütztes Garn, vergeblich gemachtes, nicht gebrauchtes Gespinnst; μεταμώνια βάζειν, nichtiges Zeug reden, in den Wind schwatzen, Od. 18, 332. 392; ἐλπίδες ἀνδρῶν τέμνοισαι πολλὰ ψεύδη μεταμώνια, Pind. Ol. 12, 6, u. ähnl. μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν, P. 3, 23; die Ableitung ist noch mehr zu erkennen bei Ar. Pax 117, ὡς σὺ μετ' ὀρνίθων – ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος.
Greek (Liddell-Scott)
μετᾰμώνιος: -ον, ποιητ. ἐπίθετ. ἐν χρήσει ὡς τὸ μάταιος, «χαμένος», μεταμώνια νήματα Ὀδ. Β. 98., Τ. 143· μεταμώνια βάζειν, λέγειν μάταια, «χαμένα», ἀνόητα, Σ. 332, 392· τὰ δὲ πάντα θεοὶ μετ. θεῖεν, «μάταια ποιήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 363· οὕτω, μ. ψεύδεα Πινδ. Ο. 12. 8· μ. θηρεύειν ὁ αὐτ. Π. 3. 40· τὰ δ’ οὐκ ἄρ’ ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν Θεόκρ. 22. 181. ― Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ πληθ. οὐδ., ἴδε κατωτ. Πιθ. ἀντὶ μετανεμώνιος, ἐκ τῆς προθέσ. μετὰ καὶ τοῦ ἄνεμος, πρβλ. ἀνεμώνη, ― ἂν καὶ ἡ κυριολεκτικὴ σημασία φαίνεται ἀπαντῶσα μόνον παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῦσι, κονία μεταμώνιος ἤρθη, ἤρθη ὑψηλά, ἐγένετο, ἀνεμοφόρητος, Σιμων. 11· ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος Ἀριστοφ. Εἰρ. 117, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ. Παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς, μεταμώνιος εἶναι ἡ γραφὴ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. καὶ οὐχὶ μεταμώλιος, ἂν καὶ τὸ δεύτερον τοῦτο δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ διὰ τοῦ Ὁμηρ. συνωνύμ. ἀνεμώνιος, πρβλ. πλεύμων, πνεύμων, κτλ. ― Παρ’ Ἡσυχ.: «μεταμώνια· μάταια. ἀνεμοφόρητα. ἀχρεῖα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aussi léger que le vent;
2 fig. sans consistance, vain, frivole.
Étymologie: par dissimil p. *μετ-ανεμώνιος, de μετά, ἄνεμος.
English (Autenrieth)
vain, fruitless, only neut. pl. (v. l. μεταμώλια).
English (Slater)
μετᾰμώνιος
1 vain ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ' ἐλπίδες (O. 12.6) n. pl. pro subs., μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν (P. 3.23)
Greek Monolingual
μεταμώνιος, -ον (Α)
1. μάταιος, ανωφελής («τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που μεταφέρθηκε ψηλά και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, ανεμοφόρητος («κονία μεταμώνιος ἀέρθη», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ. ἀνεμώλιος «ανώφελος» και σχηματίστηκε από το μετανεμώνιος (με σίγηση της συλλαβής -νε- κατά το φαινόμενο της απλολογίας) πιθ. < φρ. μετ' ἀνέμων].
Greek Monotonic
μετᾰμώνιος: -ον (ἄνεμος),·
I. ο γεννημένος από τον άνεμο, τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνιοι θεῖεν, μακάρι οι θεοί να σκόρπιζαν όλα αυτά στους ανέμους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος, σε Αριστοφ.
II. άχρηστος, μάταιος, άσκοπος, μεταμώνια νήματα, μάταια υφασμένοι ιστοί, σε Ομήρ. Οδ.· μεταμώνια βάζειν, μιλώ άσκοπα, στον ίδ.