μελάμβωλος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάμβωλος]], -ον (Α)<br />(για τη γη)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> [[εύφορος]] («μελάμβωλον κατ' ἄρουραν», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[βῶλος]], (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλό</i>-<i>βωλος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>βωλος</i>)].
|mltxt=[[μελάμβωλος]], -ον (Α)<br />(για τη γη)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> [[εύφορος]] («μελάμβωλον κατ' ἄρουραν», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[βῶλος]], (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλό</i>-<i>βωλος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>βωλος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελάμβωλος:''' -ον, [[περιοχή]] με σκουρόχρωμο (μαύρο) [[έδαφος]], [[χώμα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμβωλος Medium diacritics: μελάμβωλος Low diacritics: μελάμβωλος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΩΛΟΣ
Transliteration A: melámbōlos Transliteration B: melambōlos Transliteration C: melamvolos Beta Code: mela/mbwlos

English (LSJ)

ον,

   A with black soil, Αἴγυπτος AP6.231 (Phil.), cf. Opp.C.3.508.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzschollig; Αἴγυπτος, Philp. 10 (VI, 231); Opp. Cyn. 3, 511.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμβωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας βώλους, μελάγγεως, εὔφορος, μελάμβωλον κατ’ ἄρουραν Ὀππ. Κ. 3. 508˙ Αἰγύπτου... μελαμβώλου Ἀνθ. Π. 6, 231, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mottes noires, en parl. d’une bonne terre.
Étymologie: μέλας, βῶλος.

Greek Monolingual

μελάμβωλος, -ον (Α)
(για τη γη)
1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος
2. εύφορος («μελάμβωλον κατ' ἄρουραν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλό-βωλος, χρυσό-βωλος)].

Greek Monotonic

μελάμβωλος: -ον, περιοχή με σκουρόχρωμο (μαύρο) έδαφος, χώμα, σε Ανθ.