μνημόνευμα: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μνημόνεμα, το (ΑΜ [[μνημόνευμα]]) [[μνημονεύω]]<br />[[πράγμα]] ή [[γεγονός]] το οποίο [[πρέπει]] να θυμάται [[κανείς]], αξιομνημόνευτη [[πράξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμνηση]], [[ενθύμηση]]<br /><b>2.</b> ιερατική [[ευχή]] [[υπέρ]] υγείας ζώντων και [[υπέρ]] αναπαύσεως [[νεκρών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] για το οποίο γίνεται [[μνεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμνηση]], [[υπόμνηση]] του παρελθόντος<br /><b>2.</b> [[μνημείο]], [[ενθύμιο]]<br /><b>3.</b> [[μέσο]] με το οποίο θυμάται [[κανείς]] [[κάτι]].
|mltxt=και μνημόνεμα, το (ΑΜ [[μνημόνευμα]]) [[μνημονεύω]]<br />[[πράγμα]] ή [[γεγονός]] το οποίο [[πρέπει]] να θυμάται [[κανείς]], αξιομνημόνευτη [[πράξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμνηση]], [[ενθύμηση]]<br /><b>2.</b> ιερατική [[ευχή]] [[υπέρ]] υγείας ζώντων και [[υπέρ]] αναπαύσεως [[νεκρών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] για το οποίο γίνεται [[μνεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμνηση]], [[υπόμνηση]] του παρελθόντος<br /><b>2.</b> [[μνημείο]], [[ενθύμιο]]<br /><b>3.</b> [[μέσο]] με το οποίο θυμάται [[κανείς]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μνημόνευμα:''' -ατος, τό, [[καταγραφή]] του παρελθόντος, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημόνευμα Medium diacritics: μνημόνευμα Low diacritics: μνημόνευμα Capitals: ΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑ
Transliteration A: mnēmóneuma Transliteration B: mnēmoneuma Transliteration C: mnimonevma Beta Code: mnhmo/neuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A memory sign, mnemonic token, Arist.Mem.450b27,451a2.    2 thing remembered or to be remembered, Plu.2.786e, Luc. Salt.44.    3 remembrance or record of the past, τὰ Σωκρατικὰ μ. Phld.Vit.p.41 J.; memorial, τῆς πρόσθε θοίνης Moschio Trag.6.33; reminder, means of remembering, τόπου Men.Pk.366.

German (Pape)

[Seite 194] τό, Erinnerung an Etwas; Arist. rhet. 1, 3; Luc. salt. 44 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μνημόνευμα: τό, ἐνέργεια τῆς μνήμης, τὸ μνημονευόμενον, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 16, Πλούτ. 2. 786Ε. 2) ἀνάμνησιςμνεία τοῦ παρελθόντος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 13, Λουκιαν. περὶ Ὀρχ. 44.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce dont on garde le souvenir, ce à quoi l’on songe.
Étymologie: μνημονεύω.

Greek Monolingual

και μνημόνεμα, το (ΑΜ μνημόνευμα) μνημονεύω
πράγμα ή γεγονός το οποίο πρέπει να θυμάται κανείς, αξιομνημόνευτη πράξη
νεοελλ.
1. ανάμνηση, ενθύμηση
2. ιερατική ευχή υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως νεκρών
μσν.-αρχ.
καθετί για το οποίο γίνεται μνεία
αρχ.
1. ανάμνηση, υπόμνηση του παρελθόντος
2. μνημείο, ενθύμιο
3. μέσο με το οποίο θυμάται κανείς κάτι.

Greek Monotonic

μνημόνευμα: -ατος, τό, καταγραφή του παρελθόντος, σε Αριστ.