μνησιπήμων: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μνησιπήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη [[δυστυχία]] ή αυτός που προέρχεται από την [[ανάμνηση]] τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνησι</i>-, σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[πάθημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καινο</i>-[[πήμων]]. | |mltxt=[[μνησιπήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη [[δυστυχία]] ή αυτός που προέρχεται από την [[ανάμνηση]] τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνησι</i>-, σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[πάθημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καινο</i>-[[πήμων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μνησῐπήμων:''' -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]], οδυνηρή [[ανάμνηση]] της δυστυχίας, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A reminding of misery: μ. πόνος the painful memory of woe, A.Ag.180 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 195] ον, an das Unglück gedenkend, πόνος, Aesch. Ag. 173, oder aus der Erinnerung an das Leid entstehend.
Greek (Liddell-Scott)
μνησῐπήμων: -ον, γεν. -ονος, ὁ ὑπομιμνήσκων τινὰ τὰ παθήματα, τὴν δυστυχίαν· μν. πόνος, ἡ ἀλγεινὴ ἐνθύμησις τῶν δυστυχιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 180.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui se souvient du mal qu’il a fait : μνησιπήμων πόνος ESCHL le remords.
Étymologie: μνάομαι, πῆμα.
Greek Monolingual
μνησιπήμων, -ον (Α)
αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι-μνή-σκω) + -πήμων (< πῆμα «πάθημα»), πρβλ. καινο-πήμων.
Greek Monotonic
μνησῐπήμων: -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, μνησιπήμων πόνος, οδυνηρή ανάμνηση της δυστυχίας, σε Αισχύλ.