μακροφλυαρήτης: Difference between revisions
From LSJ
δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get
(24) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακροφλυαρήτης]], ὁ (Α)<br />ο πολύ [[φλύαρος]], [[πολυλόγος]] σε [[μέγιστο]] βαθμό, [[πολυλογάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλυαρώ]]]. | |mltxt=[[μακροφλυαρήτης]], ὁ (Α)<br />ο πολύ [[φλύαρος]], [[πολυλόγος]] σε [[μέγιστο]] βαθμό, [[πολυλογάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλυαρώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακροφλυᾱρήτης:''' ὁ, [[ανιαρός]] [[συνομιλητής]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A tedious prater, ib.11.134 (Lucill.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bavard intarissable.
Étymologie: μακρός, φλυαρέω.
Greek Monolingual
μακροφλυαρήτης, ὁ (Α)
ο πολύ φλύαρος, πολυλόγος σε μέγιστο βαθμό, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φλυαρώ].
Greek Monotonic
μακροφλυᾱρήτης: ὁ, ανιαρός συνομιλητής, σε Ανθ.