μονοχίτων: Difference between revisions

From LSJ
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοχίτων]], ό, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που [[φορά]] μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' [[ἐφιάλτης]]... καθίζει [[μονοχίτων]] ἐπὶ τὸν βωμόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>(μνσ.)</b> <b>φρ.</b> «[[μονοχίτων]] [[βίος]]» — ο [[βίος]] τον οποίο διάγει [[κάποιος]] φορώντας [[συνεχώς]] έναν χιτώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φλέβα]]) αυτός που έχει ένα μόνο [[κάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>χίτων</i>, <i>χρυσο</i>-<i>χίτων</i>)].
|mltxt=[[μονοχίτων]], ό, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που [[φορά]] μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' [[ἐφιάλτης]]... καθίζει [[μονοχίτων]] ἐπὶ τὸν βωμόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>(μνσ.)</b> <b>φρ.</b> «[[μονοχίτων]] [[βίος]]» — ο [[βίος]] τον οποίο διάγει [[κάποιος]] φορώντας [[συνεχώς]] έναν χιτώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φλέβα]]) αυτός που έχει ένα μόνο [[κάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>χίτων</i>, <i>χρυσο</i>-<i>χίτων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοχίτων:''' [ῑ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοχίτων Medium diacritics: μονοχίτων Low diacritics: μονοχίτων Capitals: ΜΟΝΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: monochítōn Transliteration B: monochitōn Transliteration C: monochiton Beta Code: monoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A wearing only the tunic, Pythaen.6, Arist.Ath.25.3, Plb.14.11.2, D.S.17.35, Plu.Sull.25, Luc.Sat.11.    II with a single coat, of veins, Anon. Lond.28.29, Gal.2.816.

German (Pape)

[Seite 206] ωνος, im bloßen Unterkleide; εἰκόνες, Pol. 14, 11, 2; Plut. Sull. 25; ἀναμπέχονος καὶ μονοχίτων, als peloponnesische Tracht der Jungfrauen, Ath. XIII, 589 e; Luc. Cronos. 11.

Greek (Liddell-Scott)

μονοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα, Πολύβ. 14. 11, 2, Ἀθήν. 589F, Λουκ. Κρονοσόλ. 11· πρβλ. μονόπεπλος.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu seulement d’une tunique.
Étymologie: μόνος, χιτών.

Greek Monolingual

μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ)
αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.)
(μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» — ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα
αρχ.
(για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χιτών (πρβλ. ξανθο-χίτων, χρυσο-χίτων)].

Greek Monotonic

μονοχίτων: [ῑ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Λουκ.