νεβρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεβρώδης]], -ῶδες (Α) [[νεβρός]]<br />(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί [[δέρμα]] νεβρού.
|mltxt=[[νεβρώδης]], -ῶδες (Α) [[νεβρός]]<br />(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί [[δέρμα]] νεβρού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεβρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρώδης Medium diacritics: νεβρώδης Low diacritics: νεβρώδης Capitals: ΝΕΒΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nebrṓdēs Transliteration B: nebrōdēs Transliteration C: nevrodis Beta Code: nebrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A fawn-like, of Dionysus, AP9.524.14.

German (Pape)

[Seite 235] ες, von der Art od. Gestalt eines Hirschkalbes. Auch Bacchus heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 14), ekwa der die Hirschkälber liebt.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νεβρόν, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 14.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
vêtu d’une peau de faon.
Étymologie: νεβρός, -ωδης.

Greek Monolingual

νεβρώδης, -ῶδες (Α) νεβρός
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί δέρμα νεβρού.

Greek Monotonic

νεβρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.