μυθεύω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυθεύω]] (ΑΜ) [[μύθος]]<br />[[διηγούμαι]] ψεύτικη, [[πλαστή]] [[ιστορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέγω]], [[ομιλώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ. στο γ' εν. πρόσ.) <i>μυθεύεται</i><br />γίνεται [[λόγος]] για κάποιον ή για [[κάτι]]. | |mltxt=[[μυθεύω]] (ΑΜ) [[μύθος]]<br />[[διηγούμαι]] ψεύτικη, [[πλαστή]] [[ιστορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέγω]], [[ομιλώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ. στο γ' εν. πρόσ.) <i>μυθεύεται</i><br />γίνεται [[λόγος]] για κάποιον ή για [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῡθεύω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[μυθέομαι]], σε Ευρ. — Παθ., είμαι ειπωμένος, γίνεται [[λόγος]] για μένα, στον ίδ.· <i>ὡς μεμύθευται βροτοῖς</i>, όπως αναφέρεται από τους θνητούς, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
pf.
A μεμύθευκα Phld.Mus.p.24 K.: later form of μυθέομαι, E.HF77; ἅπαντα μυθεύσασα Ezek.Exag.34: c. acc. et inf., Phld. l. c., al.:—Pass., to be spoken of, E.Ion196 (lyr.); ὡς μεμύθευται βροτοῖς as is related by mortals, as the story goes, ib.265. II relate fabulously, Str.1.2.35; πράξεις μεμύθευκε Socr.Ep.30.9: c.acc. et inf., Arist.Mir.836b1:—Pass., τὰ μυθευόμενα λιθοῦσθαι Id.PA641a20; μυθεύονται κατασχεῖν τὴν νῆσον Str.14.2.8, cf. D.C.51.26: without inf., Palaeph.4.
German (Pape)
[Seite 214] = μυθέομαις λόγοισι μυθεύουσα, Eur. Herc. Fur. 77; ὡς μεμύθευται βροτοῖς, Ion 265; Strab. 1, 2, 36 u. Luc. Aber med. μυθεύονται τοὺς παῖδας έξ Ἄρεως γενέσθαι, Strab. V, 3, 2; – Eust. erkl. μυθεύεσθαι τὸ ψευδῶς λέγειν.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθεύω: νεώτερος τύπος τοῦ μυθέομαι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 77. - Παθ., γίνεται περὶ ἐμοῦ λόγος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 196· ὡς μεμύθευται βροτοῖς, ὡς γίνεται λόγος μεταξὺ τῶν θνητῶν, ὡς λέγεται..., ὡς διηγοῦνται, αὐτόθι 265. ΙΙ. μυθωδῶς διηγοῦμαι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81· οὕτως ἐν τῷ παθ., τὰ μυθευόμενα λιθοῦσθαι ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 29· μυθεύονται κατασχεῖν τὴν νῆσον Στράβ. 654.
French (Bailly abrégé)
faire un récit fabuleux.
Étymologie: μῦθος.
Greek Monolingual
μυθεύω (ΑΜ) μύθος
διηγούμαι ψεύτικη, πλαστή ιστορία
αρχ.
1. λέγω, ομιλώ
2. (το παθ. στο γ' εν. πρόσ.) μυθεύεται
γίνεται λόγος για κάποιον ή για κάτι.
Greek Monotonic
μῡθεύω: μεταγεν. τύπος του μυθέομαι, σε Ευρ. — Παθ., είμαι ειπωμένος, γίνεται λόγος για μένα, στον ίδ.· ὡς μεμύθευται βροτοῖς, όπως αναφέρεται από τους θνητούς, στον ίδ.