μυριόλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυριόλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, [[χιλιοειπωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιό</i>-<i>λεκτος</i>]. | |mltxt=[[μυριόλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, [[χιλιοειπωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιό</i>-<i>λεκτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῡριόλεκτος:''' -ον, αυτός που έχει ειπωθεί [[δέκα]] χιλιάδες φορές, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A said ten thousand times, X.HG5.2.17, Longin.Rh.p.190H., Poll.6.206, Aristaenet.2.20.
German (Pape)
[Seite 219] zehntausendmal, unzählige Male gesagt, Xen. Hell. 5, 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόλεκτος: -ον, ὁ μυριάκις λεχθείς, πολυθρύλητος, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 17, πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 206, Ἀρισταίν. 2. 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
redit dix mille fois.
Étymologie: μυρίος, λέγω³.
Greek Monolingual
μυριόλεκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, χιλιοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιό-λεκτος].
Greek Monotonic
μῡριόλεκτος: -ον, αυτός που έχει ειπωθεί δέκα χιλιάδες φορές, σε Ξεν.